Translation meaning & definition of the word "shedding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χυμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shedding
[Αποβάλλω]/ʃɛdɪŋ/
noun
1. The process whereby something is shed
- synonym:
- shedding ,
- sloughing
1. Η διαδικασία με την οποία κάτι απορρίπτεται
- συνώνυμο:
- αποβολή ,
- παραπαίω
2. Loss of bits of outer skin by peeling or shedding or coming off in scales
- synonym:
- desquamation ,
- peeling ,
- shedding
2. Απώλεια των κομματιών του εξωτερικού δέρματος με το ξεφλούδισμα ή την αποβολή ή την απομάκρυνση σε κλίμακες
- συνώνυμο:
- απολέπιση ,
- ξεφλούδισμα ,
- αποβολή
Examples of using
I cannot read this book without shedding tears.
Δεν μπορώ να διαβάσω αυτό το βιβλίο χωρίς δάκρυα.