Translation meaning & definition of the word "sheathed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμαίνεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sheathed
[Επικαλυμμένο]/ʃiðd/
adjective
1. Enclosed in a protective covering
- Sometimes used in combination
- "His sheathed sword"
- "The cat's sheathed claws"
- "A ship's bottom sheathed in copper"
- "Copper-sheathed"
- synonym:
- sheathed
1. Περικλείεται σε προστατευτικό κάλυμμα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Το σπαθί του"
- "Τα καλυμμένα νύχια της γάτας"
- "Το κατώτατο σημείο ενός πλοίου είναι επενδεδυμένο με χαλκό"
- "Θερμαινόμενο χαλκό"
- συνώνυμο:
- επεξεργασμένο