Translation meaning & definition of the word "shawl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαλόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shawl
[Σάλι]/ʃɔl/
noun
1. Cloak consisting of an oblong piece of cloth used to cover the head and shoulders
- synonym:
- shawl
1. Μανδύας που αποτελείται από ένα μακρόστενο κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το κεφάλι και τους ώμους
- συνώνυμο:
- σάλι