Translation meaning & definition of the word "shaver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκοπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaver
[Ξυριστήσ]/ʃevər/
noun
1. An adult male who shaves
- synonym:
- shaver
1. Ένας ενήλικος άνδρας που ξυρίζει
- συνώνυμο:
- ξυριστήσ
2. A young person of either sex
- "She writes books for children"
- "They're just kids"
- "`tiddler' is a british term for youngster"
- synonym:
- child ,
- kid ,
- youngster ,
- minor ,
- shaver ,
- nipper ,
- small fry ,
- tiddler ,
- tike ,
- tyke ,
- fry ,
- nestling
2. Ένας νέος και των δύο σεξ
- "Γράφει βιβλία για παιδιά"
- "Είναι απλά παιδιά"
- "Ο ντίντλερ είναι ένας βρετανικός όρος για τους νέους"
- συνώνυμο:
- παιδί ,
- νεαρός ,
- ανήλικος ,
- ξυριστήσ ,
- νεπ ,
- μικρό τηγανητό ,
- ταινία ,
- τίκε ,
- τυρ ,
- τηγανίζω ,
- φωλιάζω
3. A razor powered by an electric motor
- synonym:
- shaver ,
- electric shaver ,
- electric razor
3. Ένα ξυράφι που τροφοδοτείται από έναν ηλεκτρικό κινητήρα
- συνώνυμο:
- ξυριστήσ ,
- ηλεκτρική ξυριστική μηχανή ,
- ηλεκτρικό ξυράφι
Examples of using
I should have tried out this electric shaver before buying it.
Θα έπρεπε να είχα δοκιμάσει αυτή την ηλεκτρική ξυριστική μηχανή πριν την αγοράσω.