Translation meaning & definition of the word "shattering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shattering
[Συρρικνώνεται]/ʃætərɪŋ/
noun
1. The act of breaking something into small pieces
- synonym:
- smashing ,
- shattering
1. Η πράξη του να σπάσεις κάτι σε μικρά κομμάτια
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- θρυμματίζω
adjective
1. Seemingly loud enough to break something
- Violently rattling or clattering
- "Shattering rain striking the windowpanes"
- "The shattering tones of the enormous carillon"
- "The shattering peal of artillery"
- synonym:
- shattering
1. Φαινομενικά αρκετά δυνατά για να σπάσει κάτι
- Βίαια κουδουνίστρα ή κολακεία
- "Συντριπτική βροχή που χτυπά τα παράθυρα"
- "Οι συγκλονιστικοί τόνοι του τεράστιου καριτέ"
- "Η συντριπτική φλόγα του πυροβολικού"
- συνώνυμο:
- θρυμματίζω