Translation meaning & definition of the word "shatter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνταγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shatter
[Σπάω]/ʃætər/
verb
1. Break into many pieces
- "The wine glass shattered"
- synonym:
- shatter
1. Σπάστε σε πολλά κομμάτια
- "Το ποτήρι του κρασιού γκρεμίστηκε"
- συνώνυμο:
- θρυμματίζω
2. Damage or destroy
- "The news of her husband's death shattered her life"
- synonym:
- shatter
2. Ζημιά ή καταστροφή
- "Η είδηση του θανάτου του συζύγου της κατέστρεψε τη ζωή της"
- συνώνυμο:
- θρυμματίζω
3. Cause to break into many pieces
- "Shatter the plate"
- synonym:
- shatter
3. Αιτία να σπάσει σε πολλά κομμάτια
- "Καταστρέψτε την πλάκα"
- συνώνυμο:
- θρυμματίζω