Translation meaning & definition of the word "sharpshooter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκοπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sharpshooter
[Σαρπατέρ]/ʃɑrpʃutər/
noun
1. An athlete noted for accurate aim
- synonym:
- sharpshooter
1. Ένας αθλητής που σημειώνεται για τον ακριβή στόχο
- συνώνυμο:
- αντιπυρετικόσ
2. Someone skilled in shooting
- synonym:
- marksman ,
- sharpshooter ,
- crack shot
2. Κάποιος ειδικεύεται στη λήψη
- συνώνυμο:
- σκοπευτήσ ,
- αντιπυρετικόσ ,
- πυροβολισμός
3. A fast schooner once used by new england fisherman for illegal fishing in canadian waters
- synonym:
- sharpshooter
3. Ένα γρήγορο σκούνερ που χρησιμοποιήθηκε κάποτε από τον ψαρά της νέας αγγλίας για παράνομη αλιεία στα καναδικά ύδατα
- συνώνυμο:
- αντιπυρετικόσ