Translation meaning & definition of the word "sharpness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιχμηρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sharpness
[Οξύτητα]/ʃɑrpnəs/
noun
1. A quick and penetrating intelligence
- "He argued with great acuteness"
- "I admired the keenness of his mind"
- synonym:
- acuteness ,
- acuity ,
- sharpness ,
- keenness
1. Μια γρήγορη και διεισδυτική νοημοσύνη
- "Υποστήριξε με μεγάλη οξύτητα"
- "Θαύμαζα την ένταση του μυαλού του"
- συνώνυμο:
- οξύτητα ,
- ευφυία
2. The attribute of urgency in tone of voice
- "His voice had an edge to it"
- synonym:
- edge ,
- sharpness
2. Το χαρακτηριστικό του επείγοντος στον τόνο της φωνής
- "Η φωνή του είχε μια άκρη σε αυτό"
- συνώνυμο:
- άκρη ,
- οξύτητα
3. A strong odor or taste property
- "The pungency of mustard"
- "The sulfurous bite of garlic"
- "The sharpness of strange spices"
- "The raciness of the wine"
- synonym:
- pungency ,
- bite ,
- sharpness ,
- raciness
3. Μια ισχυρή οσμή ή γευστική ιδιότητα
- "Η πικρότητα της μουστάρδας"
- "Το θειώδες δάγκωμα του σκόρδου"
- "Η οξύτητα των παράξενων μπαχαρικών"
- "Η ρατσιστικότητα του κρασιού"
- συνώνυμο:
- παραπληροφόρηση ,
- δαγκώνω ,
- οξύτητα ,
- ρατσιστικότητα
4. The quality of being keenly and painfully felt
- "The sharpness of her loss"
- synonym:
- sharpness
4. Η ποιότητα του να είναι έντονα και οδυνηρά αισθητή
- "Η οξύτητα της απώλειάς της"
- συνώνυμο:
- οξύτητα
5. Thinness of edge or fineness of point
- synonym:
- sharpness ,
- keenness
5. Λεπτότητα της άκρης ή λεπτότητα του σημείου
- συνώνυμο:
- οξύτητα ,
- ευφυία
6. The quality of being sharp and clear
- synonym:
- distinctness ,
- sharpness
6. Η ποιότητα του να είναι αιχμηρή και σαφής
- συνώνυμο:
- διακριτότητα ,
- οξύτητα
7. Harshness of manner
- synonym:
- asperity ,
- sharpness
7. Σκληρότητα του τρόπου
- συνώνυμο:
- ασπιρία ,
- οξύτητα
Examples of using
His mind had lost its sharpness.
Το μυαλό του είχε χάσει την οξύτητά του.