Translation meaning & definition of the word "sharper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιο απότομη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sharper
[Κοφτερόσ]/ʃɑrpər/
noun
1. A professional card player who makes a living by cheating at card games
- synonym:
- cardsharp ,
- card sharp ,
- cardsharper ,
- card sharper ,
- sharper ,
- sharpie ,
- sharpy ,
- card shark
1. Ένας επαγγελματίας παίκτης καρτών που ζει απατώντας στα παιχνίδια καρτών
- συνώνυμο:
- κάρτεσ ,
- αιχμηρή κάρτα ,
- χαρτοφύλακασ ,
- αιχμηρότερο από κάρτα ,
- αιχμηρότερο ,
- φόντι ,
- αιχμηρός ,
- καρχαρίας καρτών