Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sharp" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιχμηρός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sharp

[Κοφτερός]
/ʃɑrp/

noun

1. A musical notation indicating one half step higher than the note named

    synonym:
  • sharp

1. Μια μουσική σημειογραφία που δείχνει ένα μισό βήμα υψηλότερο από το σημείωμα που ονομάζεται

    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

2. A long thin sewing needle with a sharp point

    synonym:
  • sharp

2. Μια μακριά λεπτή βελόνα ραψίματος με ένα αιχμηρό σημείο

    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

adjective

1. (of something seen or heard) clearly defined

  • "A sharp photographic image"
  • "The sharp crack of a twig"
  • "The crisp snap of dry leaves underfoot"
    synonym:
  • crisp
  • ,
  • sharp

1. (από κάτι που φαίνεται ή ακούγεται) σαφώς καθορισμένο

  • "Μια αιχμηρή φωτογραφική εικόνα"
  • "Η απότομη ρωγμή ενός κλαδιού"
  • "Το τραγανό τρίξιμο των ξηρών φύλλων κάτω από τα πόδια"
    συνώνυμο:
  • τραγανός
  • ,
  • αιχμηρός

2. Ending in a sharp point

    synonym:
  • acuate
  • ,
  • acute
  • ,
  • sharp
  • ,
  • needlelike

2. Τελειώνοντας σε ένα αιχμηρό σημείο

    συνώνυμο:
  • αναστατώνω
  • ,
  • οξεία
  • ,
  • αιχμηρός
  • ,
  • βελονοειδήσ

3. Having or demonstrating ability to recognize or draw fine distinctions

  • "An acute observer of politics and politicians"
  • "Incisive comments"
  • "Icy knifelike reasoning"
  • "As sharp and incisive as the stroke of a fang"
  • "Penetrating insight"
  • "Frequent penetrative observations"
    synonym:
  • acute
  • ,
  • discriminating
  • ,
  • incisive
  • ,
  • keen
  • ,
  • knifelike
  • ,
  • penetrating
  • ,
  • penetrative
  • ,
  • piercing
  • ,
  • sharp

3. Έχοντας ή επιδεικνύοντας ικανότητα να αναγνωρίζει ή να αντλεί λεπτές διακρίσεις

  • "Ένας παρατηρητής της πολιτικής και των πολιτικών"
  • "Επικίνδυνα σχόλια"
  • "Παγωμένη συλλογιστική"
  • "Τόσο κοφτερό και κοπιαστικό όσο το εγκεφαλικό επεισόδιο ενός κτυπήματος"
  • "Διεισδυτική διορατικότητα"
  • "Συχνές διεισδυτικές παρατηρήσεις"
    συνώνυμο:
  • οξεία
  • ,
  • διακρίνοντασ
  • ,
  • κοπτικόσ
  • ,
  • ενθουσιώδης
  • ,
  • παραπονεμένοσ
  • ,
  • διεισδυτικόσ
  • ,
  • διάτρηση
  • ,
  • αιχμηρός

4. Marked by practical hardheaded intelligence

  • "A smart businessman"
  • "An astute tenant always reads the small print in a lease"
  • "He was too shrewd to go along with them on a road that could lead only to their overthrow"
    synonym:
  • astute
  • ,
  • sharp
  • ,
  • shrewd

4. Χαρακτηρίζεται από πρακτική σκληρή νοημοσύνη

  • "Ένας έξυπνος επιχειρηματίας"
  • "Ένας έξυπνος μισθωτής διαβάζει πάντα τη μικρή εκτύπωση σε μια μίσθωση"
  • "Ήταν πολύ έξυπνος για να πάει μαζί τους σε ένα δρόμο που θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο στην ανατροπή τους"
    συνώνυμο:
  • έξυπνος
  • ,
  • αιχμηρός
  • ,
  • περιποιημένοσ

5. Harsh

  • "Sharp criticism"
  • "A sharp-worded exchange"
  • "A tart remark"
    synonym:
  • sharp
  • ,
  • sharp-worded
  • ,
  • tart

5. Σκληρός

  • "Απότομη κριτική"
  • "Μια απότομη ανταλλαγή"
  • "Μια τραγική παρατήρηση"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός
  • ,
  • τάρτα

6. Having or emitting a high-pitched and sharp tone or tones

  • "A shrill whistle"
  • "A shrill gaiety"
    synonym:
  • shrill
  • ,
  • sharp

6. Έχοντας ή εκπέμποντας έναν υψηλό και αιχμηρό τόνο ή τόνους

  • "Μια σφυρίχτρα"
  • "Μια συρρικνωμένη ευθυμία"
    συνώνυμο:
  • συρρικνώνω
  • ,
  • αιχμηρός

7. Extremely steep

  • "An abrupt canyon"
  • "The precipitous rapids of the upper river"
  • "The precipitous hills of chinese paintings"
  • "A sharp drop"
    synonym:
  • abrupt
  • ,
  • precipitous
  • ,
  • sharp

7. Εξαιρετικά απότομη

  • "Ένα απότομο φαράγγι"
  • "Τα απόκρημνα ορμητήρια του άνω ποταμού"
  • "Οι απόκρημνοι λόφοι των κινεζικών πινάκων ζωγραφικής"
  • "Μια απότομη πτώση"
    συνώνυμο:
  • απότομος
  • ,
  • απόκρημνοσ
  • ,
  • αιχμηρός

8. Keenly and painfully felt

  • As if caused by a sharp edge or point
  • "A sharp pain"
  • "Sharp winds"
    synonym:
  • sharp

8. Έντονα και οδυνηρά αισθητά

  • Σαν να προκαλείται από μια αιχμηρή άκρη ή ένα σημείο
  • "Ένας οξύς πόνος"
  • "Αιχμηροί άνεμοι"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

9. Having or made by a thin edge or sharp point

  • Suitable for cutting or piercing
  • "A sharp knife"
  • "A pencil with a sharp point"
    synonym:
  • sharp

9. Έχοντας ή κατασκευασμένος από μια λεπτή άκρη ή ένα αιχμηρό σημείο

  • Κατάλληλο για κοπή ή διάτρηση
  • "Ένα κοφτερό μαχαίρι"
  • "Ένα μολύβι με ένα αιχμηρό σημείο"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

10. (of a musical note) raised in pitch by one chromatic semitone

  • "C sharp"
    synonym:
  • sharp

10. ( ενός μουσικού νότιμο) υψωμένο στο γήπεδο από ένα χρωματικό ημιτόνιο

  • "Κ αιχμηρό"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

11. Very sudden and in great amount or degree

  • "A sharp drop in the stock market"
    synonym:
  • sharp

11. Πολύ ξαφνικά και σε μεγάλο ποσό ή βαθμό

  • "Μια απότομη πτώση στο χρηματιστήριο"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

12. Quick and forceful

  • "A sharp blow"
    synonym:
  • sharp

12. Γρήγορη και δυνατή

  • "Ένα αιχμηρό χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός

adverb

1. Changing suddenly in direction and degree

  • "The road twists sharply after the light"
  • "Turn sharp left here"
  • "The visor was acutely peaked"
  • "Her shoes had acutely pointed toes"
    synonym:
  • sharply
  • ,
  • sharp
  • ,
  • acutely

1. Αλλάζοντας ξαφνικά στην κατεύθυνση και το βαθμό

  • "Ο δρόμος στρέφεται απότομα μετά το φως"
  • "Στρίψτε αριστερά εδώ"
  • "Το γείσο ήταν έντονα κορυφωμένο"
  • "Τα παπούτσια της είχαν έντονα δεμένα δάχτυλα"
    συνώνυμο:
  • απότομα
  • ,
  • αιχμηρός
  • ,
  • έντονα

Examples of using

The point of this pencil isn't sharp enough.
Το σημείο αυτού του μολυβιού δεν είναι αρκετά αιχμηρό.
My knife is sharp.
Το μαχαίρι μου είναι κοφτερό.
This imbecile has sharp teeth.
Αυτό το υπάκουο έχει κοφτερά δόντια.