Translation meaning & definition of the word "shark" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρχαρίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shark
[Καρχαρίας]/ʃɑrk/
noun
1. Any of numerous elongate mostly marine carnivorous fishes with heterocercal caudal fins and tough skin covered with small toothlike scales
- synonym:
- shark
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα επιμήκη κυρίως θαλάσσια σαρκοφάγα ψάρια με τα ετεροκερκεραμικά πτερύγια και το σκληρό δέρμα που καλύπτονται με μικρές οδοντικές
- συνώνυμο:
- καρχαρίας
2. A person who is ruthless and greedy and dishonest
- synonym:
- shark
2. Ένας άνθρωπος που είναι αδίστακτος και άπληστος και ανέντιμος
- συνώνυμο:
- καρχαρίας
3. A person who is unusually skilled in certain ways
- "A card shark"
- synonym:
- shark
3. Ένα άτομο που είναι ασυνήθιστα εξειδικευμένο με ορισμένους τρόπους
- "Καρχαρίας καρτών"
- συνώνυμο:
- καρχαρίας
verb
1. Play the shark
- Act with trickery
- synonym:
- shark
1. Παίξε τον καρχαρία
- Ενεργήστε με την παγίδα
- συνώνυμο:
- καρχαρίας
2. Hunt shark
- synonym:
- shark
2. Κυνήγι καρχαρία
- συνώνυμο:
- καρχαρίας
Examples of using
The chances of dying from falling airplane parts are 100 times greater than the chances of being killed by a shark.
Οι πιθανότητες να πεθάνει κανείς από πτώση αεροπλάνων είναι 100 φορές μεγαλύτερες από τις πιθανότητες να σκοτωθεί.
Tom was attacked by a shark.
Ο Τομ δέχθηκε επίθεση από έναν καρχαρία.
A shark is a fish while a dolphin is a mammal.
Ένας καρχαρίας είναι ένα ψάρι, ενώ ένα δελφίνι είναι ένα θηλαστικό.