Translation meaning & definition of the word "share" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μερίδιο" στην ελληνική γλώσσα
Share
[Μεταδίδω]noun
1. Assets belonging to or due to or contributed by an individual person or group
- "He wanted his share in cash"
- synonym:
- share ,
- portion ,
- part ,
- percentage
1. Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν ή οφείλονται ή συνεισφέρονται από μεμονωμένο πρόσωπο ή ομάδα
- "Θέλει το μερίδιό του σε μετρητά"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μερίδα ,
- μέρος ,
- ποσοστό
2. Any of the equal portions into which the capital stock of a corporation is divided and ownership of which is evidenced by a stock certificate
- "He bought 100 shares of ibm at the market price"
- synonym:
- share
2. Οποιοδήποτε από τα ίσα τμήματα στα οποία διαιρείται το κεφαλαιουχικό απόθεμα μιας εταιρείας και η ιδιοκτησία του αποδεικνύεται με πιστό
- "Αγόρασε 100 μετοχές της ιβμ στην τιμή αγοράς"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω
3. The allotment of some amount by dividing something
- "Death gets more than its share of attention from theologians"
- synonym:
- parcel ,
- portion ,
- share
3. Η κατανομή κάποιου ποσού διαιρώντας κάτι
- "Ο θάνατος παίρνει περισσότερα από το μερίδιο προσοχής του από τους θεολόγους"
- συνώνυμο:
- πακέτο ,
- μερίδα ,
- μεταδίδω
4. The part played by a person in bringing about a result
- "I am proud of my contribution in advancing the project"
- "They all did their share of the work"
- synonym:
- contribution ,
- part ,
- share
4. Ο ρόλος που διαδραματίζει ένα άτομο στην επίτευξη ενός αποτελέσματος
- "Είμαι περήφανος για τη συμβολή μου στην προώθηση του έργου"
- "Όλοι έκαναν το μερίδιό τους στη δουλειά"
- συνώνυμο:
- συνεισφορά ,
- μέρος ,
- μεταδίδω
5. A sharp steel wedge that cuts loose the top layer of soil
- synonym:
- plowshare ,
- ploughshare ,
- share
5. Μια αιχμηρή σφήνα χάλυβα που κόβει το ανώτερο στρώμα του εδάφους
- συνώνυμο:
- πλεονάζονται ,
- αλεξίπτωτο ,
- μεταδίδω
verb
1. Have in common
- "Our children share a love of music"
- "The two countries share a long border"
- synonym:
- share
1. Έχω κοινό
- "Τα παιδιά μας μοιράζονται την αγάπη τους για τη μουσική"
- "Οι δύο χώρες μοιράζονται μακρά σύνορα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω
2. Use jointly or in common
- synonym:
- share
2. Χρησιμοποιήστε από κοινού ή κοινού
- συνώνυμο:
- μεταδίδω
3. Have, give, or receive a share of
- "We shared the cake"
- synonym:
- partake ,
- share ,
- partake in
3. Έχετε, δώσει ή λάβετε ένα μερίδιο από
- "Κοινοποιήσαμε την τούρτα"
- συνώνυμο:
- συμμετέχω ,
- μεταδίδω
4. Give out as one's portion or share
- synonym:
- share ,
- divvy up ,
- portion out ,
- apportion ,
- deal
4. Δώστε ως μερίδα ή το μερίδιο ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- εκφράζω ,
- αποστρέφομαι ,
- επίθεση ,
- συμφωνία
5. Communicate
- "I'd like to share this idea with you"
- synonym:
- share
5. Επικοινωνώ
- "Θα ήθελα να μοιραστώ αυτή την ιδέα μαζί σας"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω