Translation meaning & definition of the word "shaping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμόρφωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaping
[Διαμόρφωση]/ʃepɪŋ/
noun
1. Any process serving to define the shape of something
- synonym:
- shaping ,
- defining
1. Κάθε διαδικασία που χρησιμεύει για να καθορίσει το σχήμα του κάτι
- συνώνυμο:
- διαμόρφωση ,
- καθορισμός
2. The act of fabricating something in a particular shape
- synonym:
- formation ,
- shaping
2. Η πράξη της κατασκευής κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
- συνώνυμο:
- σχηματισμός ,
- διαμόρφωση
adjective
1. Forming or capable of forming or molding or fashioning
- "A formative influence"
- "A formative experience"
- synonym:
- formative ,
- shaping ,
- plastic
1. Σχηματισμός ή ικανός να σχηματίσει ή να σχηματοποιήσει ή να διαμορφώσει
- "Διαμορφωτική επιρροή"
- "Διαμορφωτική εμπειρία"
- συνώνυμο:
- διαμορφωτικόσ ,
- διαμόρφωση ,
- πλαστικό