Translation meaning & definition of the word "shaped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμορφωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaped
[Σχηματίζεται]/ʃept/
adjective
1. Shaped to fit by or as if by altering the contours of a pliable mass (as by work or effort)
- "A shaped handgrip"
- "The molded steel plates"
- "The wrought silver bracelet"
- synonym:
- shaped ,
- molded ,
- wrought
1. Διαμορφωμένο για να ταιριάζει από ή σαν να αλλάζει τα περιγράμματα μιας εύπλαστης μάζας (α με εργασία ή κόπο)
- "Μια διαμορφωμένη λαβή"
- "Τα φορμαρισμένα πιάτα χάλυβα"
- "Το ασημένιο βραχιόλι σφυρήλατο"
- συνώνυμο:
- διαμορφωμένο ,
- φορμαρισμένο ,
- σφυρήλατοσ
2. Having the shape of
- "A square shaped playing field"
- synonym:
- shaped
2. Έχοντας το σχήμα του
- "Ένας τετράγωνος αγωνιστικός χώρος"
- συνώνυμο:
- διαμορφωμένο