Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "shape" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "σχήμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Shape

[Σχήμα]
/ʃep/

noun

1. Any spatial attributes (especially as defined by outline)

  • "He could barely make out their shapes"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form
  • ,
  • configuration
  • ,
  • contour
  • ,
  • conformation

1. Οποιαδήποτε χωρικά χαρακτηριστικά (ειδικά όπως ορίζονται από το περίγραμμα)

  • "Μετά βίας μπορούσε να διακρίνει τα σχήματά τους"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • μορφή
  • ,
  • διαμόρφωση
  • ,
  • περίγραμμα

2. The spatial arrangement of something as distinct from its substance

  • "Geometry is the mathematical science of shape"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form

2. Η χωρική διάταξη κάτι τόσο διακριτού από την ουσία του

  • "Γεωμετρία είναι η μαθηματική επιστήμη του σχήματος"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • μορφή

3. Alternative names for the body of a human being

  • "Leonardo studied the human body"
  • "He has a strong physique"
  • "The spirit is willing but the flesh is weak"
    synonym:
  • human body
  • ,
  • physical body
  • ,
  • material body
  • ,
  • soma
  • ,
  • build
  • ,
  • figure
  • ,
  • physique
  • ,
  • anatomy
  • ,
  • shape
  • ,
  • bod
  • ,
  • chassis
  • ,
  • frame
  • ,
  • form
  • ,
  • flesh

3. Εναλλακτικές ονομασίες για το σώμα ενός ανθρώπου

  • "Ο λεονάρντο μελέτησε το ανθρώπινο σώμα"
  • "Έχει δυνατή σωματική διάπλαση"
  • "Το πνεύμα είναι πρόθυμο αλλά η σάρκα αδύναμη"
    συνώνυμο:
  • ανθρώπινο σώμα
  • ,
  • φυσικό σώμα
  • ,
  • υλικό σώμα
  • ,
  • soma
  • ,
  • κατασκευάζω
  • ,
  • σχήμα
  • ,
  • σωματική διάπλαση
  • ,
  • ανατομία
  • ,
  • bod
  • ,
  • σασί
  • ,
  • πλαίσιο
  • ,
  • μορφή
  • ,
  • σάρκα

4. A concrete representation of an otherwise nebulous concept

  • "A circle was the embodiment of his concept of life"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • embodiment

4. Μια συγκεκριμένη αναπαράσταση μιας κατά τα άλλα νεφελώδους έννοιας

  • "Ένας κύκλος ήταν η ενσάρκωση της έννοιας της ζωής του"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • ενσωμάτωση

5. The visual appearance of something or someone

  • "The delicate cast of his features"
    synonym:
  • form
  • ,
  • shape
  • ,
  • cast

5. Η οπτική εμφάνιση κάτι ή κάποιου

  • "Το λεπτό καστ των χαρακτηριστικών του"
    συνώνυμο:
  • μορφή
  • ,
  • σχήμα
  • ,
  • κατασκευαστής

6. The state of (good) health (especially in the phrases `in condition' or `in shape' or `out of condition' or `out of shape')

    synonym:
  • condition
  • ,
  • shape

6. Η κατάσταση της (καλής) υγείας (ιδιαίτερα στις φράσεις `in condition' ή `in shape' ή `out of condition' ή `out of shape')

    συνώνυμο:
  • κατάσταση
  • ,
  • σχήμα

7. The supreme headquarters that advises nato on military matters and oversees all aspects of the allied command europe

    synonym:
  • Supreme Headquarters Allied Powers Europe
  • ,
  • SHAPE

7. Το ανώτατο αρχηγείο που συμβουλεύει το νατο σε στρατιωτικά θέματα και επιβλέπει όλες τις πτυχές της συμμαχικής διοίκησης ευρώπης

    συνώνυμο:
  • Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικές Δυνάμεις Ευρώπη
  • ,
  • ΣΧΉΜΑ

8. A perceptual structure

  • "The composition presents problems for students of musical form"
  • "A visual pattern must include not only objects but the spaces between them"
    synonym:
  • form
  • ,
  • shape
  • ,
  • pattern

8. Μια αντιληπτική δομή

  • "Η σύνθεση παρουσιάζει προβλήματα στους μαθητές μουσικής μορφής"
  • "Ένα οπτικό μοτίβο πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο αντικείμενα αλλά τα κενά μεταξύ τους"
    συνώνυμο:
  • μορφή
  • ,
  • σχήμα
  • ,
  • μοτίβο

verb

1. Shape or influence

  • Give direction to
  • "Experience often determines ability"
  • "Mold public opinion"
    synonym:
  • determine
  • ,
  • shape
  • ,
  • mold
  • ,
  • influence
  • ,
  • regulate

1. Σχήμα ή επιρροή

  • Δώστε κατεύθυνση στο
  • "Η εμπειρία συχνά καθορίζει την ικανότητα"
  • "Καλούπι κοινή γνώμη"
    συνώνυμο:
  • καθορίζω
  • ,
  • σχήμα
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • επιρροή
  • ,
  • ρυθμίζω

2. Make something, usually for a specific function

  • "She molded the rice balls carefully"
  • "Form cylinders from the dough"
  • "Shape a figure"
  • "Work the metal into a sword"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form
  • ,
  • work
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • forge

2. Φτιάξε κάτι, συνήθως για μια συγκεκριμένη λειτουργία

  • "Φορμάρισε προσεκτικά τις μπάλες του ρυζιού"
  • "Φόρμα κυλίνδρων από τη ζύμη"
  • "Σχηματίστε μια φιγούρα"
  • "Δούλεψε το μέταλλο σε σπαθί"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • μορφή
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • σφυρηλατώ

3. Give shape or form to

  • "Shape the dough"
  • "Form the young child's character"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form

3. Δώστε σχήμα ή μορφή σε

  • "Πλάθουμε τη ζύμη"
  • "Διαμορφώστε τον χαρακτήρα του μικρού παιδιού"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • μορφή

Examples of using

The shape of the fingernails and their length is such a personal matter that as a result it's difficult to give advice.
Το σχήμα των νυχιών και το μήκος τους είναι τόσο προσωπική υπόθεση που ως αποτέλεσμα είναι δύσκολο να δώσεις συμβουλές.
Exercise for thirty minutes daily and you'll be in great shape. Practice makes perfect, after all.
Ασκηθείτε για τριάντα λεπτά καθημερινά και θα είστε σε εξαιρετική φόρμα. Η εξάσκηση κάνει τέλεια, τελικά.
I'm afraid I'm a bit out of shape.
Φοβάμαι ότι είμαι λίγο εκτός φόρμας.