Translation meaning & definition of the word "shanty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουριασμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shanty
[Σαντιγί]/ʃænti/
noun
1. Small crude shelter used as a dwelling
- synonym:
- hovel ,
- hut ,
- hutch ,
- shack ,
- shanty
1. Μικρό ακατέργαστο καταφύγιο που χρησιμοποιείται ως κατοικία
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- καλύβα ,
- αποστολή ,
- αποτυχία ,
- παραφυλακτικόσ
2. A rhythmical work song originally sung by sailors
- synonym:
- chantey ,
- chanty ,
- sea chantey ,
- shanty
2. Ένα ρυθμικό τραγούδι εργασίας που αρχικά τραγουδούσαν οι ναυτικοί
- συνώνυμο:
- χάντι ,
- παλαβόσ ,
- θάλασσα πουλί ,
- παραφυλακτικόσ