Translation meaning & definition of the word "shanghai" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαγκάη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shanghai
[Σαγκάη]/ʃæŋhaɪ/
noun
1. The largest city of china
- Located in the east on the pacific
- One of the largest ports in the world
- synonym:
- Shanghai
1. Η μεγαλύτερη πόλη της κίνας
- Βρίσκεται στα ανατολικά στον ειρηνικό
- Ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου
- συνώνυμο:
- Σαγκάη
verb
1. Take (someone) against his will for compulsory service, especially on board a ship
- "The men were shanghaied after being drugged"
- synonym:
- shanghai ,
- impress
1. Πάρτε (απονε) ενάντια στη θέλησή του για υποχρεωτική εξυπηρέτηση, ειδικά σε ένα πλοίο
- "Οι άνδρες ανατρίχιασαν μετά από να τραυματιστούν"
- συνώνυμο:
- σαγκάη ,
- εντυπωσιάζω