Translation meaning & definition of the word "shamrock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βράχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shamrock
[Σάμροκ]/ʃæmrɑk/
noun
1. Creeping european clover having white to pink flowers and bright green leaves
- Naturalized in united states
- Widely grown for forage
- synonym:
- white clover ,
- dutch clover ,
- shamrock ,
- Trifolium repens
1. Σέρνοντας ευρωπαϊκό τριφύλλι με λευκά έως ροζ λουλούδια και φωτεινά πράσινα φύλλα
- Πολιτογραφημένο στις ηνωμένες πολιτείες
- Ευρέως καλλιεργημένος για τη ζωοτροφή
- συνώνυμο:
- λευκό τριφύλλι ,
- ολλανδικό τριφύλλι ,
- στρίφωμα ,
- Το τριφόλιο απωθείται
2. Eurasian plant with heart-shaped trifoliate leaves and white purple-veined flowers
- synonym:
- common wood sorrel ,
- cuckoo bread ,
- shamrock ,
- Oxalis acetosella
2. Ευρασιατικό φυτό με φύλλα σε σχήμα καρδιάς και λευκά μοβ λουλούδια
- συνώνυμο:
- κοινός ξυλώδης ,
- ψωμί κούκος ,
- στρίφωμα ,
- Οξαλική ακετοσφαίρα
3. Clover native to ireland with yellowish flowers
- Often considered the true or original shamrock
- synonym:
- hop clover ,
- shamrock ,
- lesser yellow trefoil ,
- Trifolium dubium
3. Τριφύλλι εγγενές στην ιρλανδία με κιτρινωπά λουλούδια
- Συχνά θεωρείται το αληθινό ή το αρχικό τρίξιμο
- συνώνυμο:
- τριφύλλι ,
- στρίφωμα ,
- λιγότερο κίτρινο τρίφυλλο ,
- Τριφόλιο