Translation meaning & definition of the word "shameless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άμεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shameless
[Ασταθήσ]/ʃemləs/
adjective
1. Feeling no shame
- "A shameless imposter"
- "An unblushing apologist for fascism"
- synonym:
- shameless ,
- unblushing
1. Νιώθω ντροπή
- "Ένας ξεδιάντροπος απατεώνας"
- "Ένας ξεμπερδεμένος απολογητής για το φασισμό"
- συνώνυμο:
- αναίσθητοσ ,
- ξεμπέρδεμα
Examples of using
He sits at a table, surrounded by false friends and shameless women.
Κάθεται σε ένα τραπέζι, περιτριγυρισμένος από ψεύτικους φίλους και ξεδιάντροπες γυναίκες.
The boss of the company, who is a woman, seems shameless.
Το αφεντικό της εταιρείας, που είναι γυναίκα, φαίνεται ξεδιάντροπο.
A shameless liar speaks smilingly.
Ένας ξεδιάντροπος ψεύτης μιλάει χαμογελαστά.