Translation meaning & definition of the word "shamed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμορφωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shamed
[Ντροπιασμένος]/ʃemd/
adjective
1. Showing a sense of guilt
- "A guilty look"
- "The hangdog and shamefaced air of the retreating enemy"- eric linklater
- synonym:
- guilty ,
- hangdog ,
- shamefaced ,
- shamed
1. Δείχνοντας μια αίσθηση ενοχής
- "Ένοχη εμφάνιση"
- "Ο υπόστεγος και ο αέρας του υποχωρούντος εχθρού" - έρικ λίνκλεϊτερ
- συνώνυμο:
- ένοχος ,
- παραπονιέμαι ,
- αντιπαθούν ,
- ντροπιασμένος
2. Suffering shame
- synonym:
- discredited ,
- disgraced ,
- dishonored ,
- shamed
2. Υποφέρει από ντροπή
- συνώνυμο:
- απαξιωθεί ,
- ντροπιασμένος ,
- ατίμωση