Translation meaning & definition of the word "shaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναδευτήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaker
[Σκιερ]/ʃekər/
noun
1. A person who wields power and influence
- "A shaker of traditional beliefs"
- "Movers and shakers in the business world"
- synonym:
- shaker ,
- mover and shaker
1. Ένα άτομο που ασκεί δύναμη και επιρροή
- "Ένας αναδευτήρας των παραδοσιακών πεποιθήσεων"
- "Λάθη και σέικερ στον επιχειρηματικό κόσμο"
- συνώνυμο:
- σέικερ ,
- κινητήρας και σέικερ
2. A member of christian group practicing celibacy and communal living and common possession of property and separation from the world
- synonym:
- Shaker
2. Ένα μέλος της χριστιανικής ομάδας που ασκεί την αγαμία και την κοινοτική ζωή και την κοινή κατοχή ιδιοκτησίας και διαχωρισμού από τον κόσμο
- συνώνυμο:
- Σκιερ
3. A container in which something can be shaken
- synonym:
- shaker
3. Ένα δοχείο στο οποίο κάτι μπορεί να ανακινηθεί
- συνώνυμο:
- σέικερ