Translation meaning & definition of the word "shaken" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλονισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaken
[Συγκλονισμένος]/ʃekən/
adjective
1. Disturbed psychologically as if by a physical jolt or shock
- "Retrieved his named from her jolted memory"
- "The accident left her badly shaken"
- synonym:
- jolted ,
- shaken
1. Διαταραγμένος ψυχολογικά σαν από ένα φυσικό τράνταγμα ή σοκ
- "Ανέλαβε το όνομά του από την ταραγμένη μνήμη της"
- "Το ατύχημα την άφησε άσχημα ταραγμένη"
- συνώνυμο:
- τρελαίνομαι ,
- ταρακούνησε
Examples of using
She was proud that she had shaken hands with the President of the U.S.
Ήταν υπερήφανη που είχε ταρακουνήσει τα χέρια της με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ.