Translation meaning & definition of the word "shake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακινήστε" στην ελληνική γλώσσα
Shake
[Ανακινώ]noun
1. Building material used as siding or roofing
- synonym:
- shingle ,
- shake
1. Οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιείται ως περίβλημα ή στέγη
- συνώνυμο:
- βότσαλο ,
- ανακινώ
2. Frothy drink of milk and flavoring and sometimes fruit or ice cream
- synonym:
- milkshake ,
- milk shake ,
- shake
2. Αφρώδες ποτό γάλακτος και αρωματισμού και μερικές φορές φρούτα ή παγωτό
- συνώνυμο:
- μιλκσέικ ,
- κούνημα γάλακτος ,
- ανακινώ
3. A note that alternates rapidly with another note a semitone above it
- synonym:
- trill ,
- shake
3. Μια σημείωση που εναλλάσσεται γρήγορα με μια άλλη νότα ένα ημιτόνιο πάνω από αυτό
- συνώνυμο:
- τρίποντα ,
- ανακινώ
4. Grasping and shaking a person's hand (as to acknowledge an introduction or to agree on a contract)
- synonym:
- handshake ,
- shake ,
- handshaking ,
- handclasp
4. Πιάνοντας και κουνώντας το χέρι ενός ατόμου (ας για να αναγνωρίσει μια εισαγωγή ή να συμφωνήσει σε μια σύμβαση)
- συνώνυμο:
- χειραψία ,
- ανακινώ ,
- τράβηγμα
5. A reflex motion caused by cold or fear or excitement
- synonym:
- tremble ,
- shiver ,
- shake
5. Μια αντανακλαστική κίνηση που προκαλείται από το κρύο ή το φόβο ή τον ενθουσιασμό
- συνώνυμο:
- τρέμω ,
- ανακινώ
6. Causing to move repeatedly from side to side
- synonym:
- wag ,
- waggle ,
- shake
6. Προκαλώντας επανειλημμένα να κινηθεί από τη μία πλευρά στην άλλη
- συνώνυμο:
- βαλσαμώνω ,
- παλεύω ,
- ανακινώ
verb
1. Move or cause to move back and forth
- "The chemist shook the flask vigorously"
- "My hands were shaking"
- synonym:
- shake ,
- agitate
1. Μετακίνηση ή αιτία να κινηθεί πέρα δώθε
- "Ο χημικός τίναξε τη φιάλη δυνατά"
- "Τα χέρια μου έτρεμαν"
- συνώνυμο:
- ανακινώ ,
- αναστατώνω
2. Move with or as if with a tremor
- "His hands shook"
- synonym:
- shake ,
- didder
2. Μετακινήστε με ή σαν με έναν τρόμο
- "Τα χέρια του τινάχτηκαν"
- συνώνυμο:
- ανακινώ ,
- παραπόταμοσ
3. Shake or vibrate rapidly and intensively
- "The old engine was juddering"
- synonym:
- judder ,
- shake
3. Ανακινήστε ή δονηθείτε γρήγορα και εντατικά
- "Ο παλιός κινητήρας τραγουδούσε"
- συνώνυμο:
- τζούντερ ,
- ανακινώ
4. Move back and forth or sideways
- "The ship was rocking"
- "The tall building swayed"
- "She rocked back and forth on her feet"
- synonym:
- rock ,
- sway ,
- shake
4. Μετακίνηση πέρα δώθε ή πλάγια
- "Το πλοίο κουνούσε"
- "Το ψηλό κτίριο επηρεάστηκε"
- "Και ταρακουνήθηκε μπρος-πίσω στα πόδια της"
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- επηρεάζω ,
- ανακινώ
5. Undermine or cause to waver
- "My faith has been shaken"
- "The bad news shook her hopes"
- synonym:
- shake
5. Υπονομεύστε ή προκαλέστε αμφιβολία
- "Η πίστη μου έχει κλονιστεί"
- "Τα άσχημα νέα τίναξαν τις ελπίδες της"
- συνώνυμο:
- ανακινώ
6. Stir the feelings, emotions, or peace of
- "These stories shook the community"
- "The civil war shook the country"
- synonym:
- stimulate ,
- shake ,
- shake up ,
- excite ,
- stir
6. Ανακατέψτε τα συναισθήματα, τα συναισθήματα ή την ειρήνη του
- "Αυτές οι ιστορίες συγκλόνισαν την κοινότητα"
- "Ο εμφύλιος πόλεμος συγκλόνισε τη χώρα"
- συνώνυμο:
- τονώνω ,
- ανακινώ ,
- ενθουσιάζω ,
- ανακατεύω
7. Get rid of
- "I couldn't shake the car that was following me"
- synonym:
- shake ,
- shake off ,
- throw off ,
- escape from
7. Ξεφορτώνομαι
- "Δεν μπορούσα να κουνήσω το αυτοκίνητο που με ακολουθούσε"
- συνώνυμο:
- ανακινώ ,
- αποτυγχάνω ,
- πετάω ,
- απόδραση από
8. Bring to a specified condition by or as if by shaking
- "He was shaken from his dreams"
- "Shake the salt out of the salt shaker"
- synonym:
- shake
8. Φέρτε σε μια καθορισμένη κατάσταση από ή σαν να ανακινείτε
- "Κλονίστηκε από τα όνειρά του"
- "Ανακινήστε το αλάτι από το σέικερ αλατιού"
- συνώνυμο:
- ανακινώ
9. Shake (a body part) to communicate a greeting, feeling, or cognitive state
- "Shake one's head"
- "She shook her finger at the naughty students"
- "The old enemies shook hands"
- "Don't shake your fist at me!"
- synonym:
- shake
9. Ανακινήστε το μέρος του σώματος ( για να επικοινωνήσετε έναν χαιρετισμό, ένα συναίσθημα ή μια γνωστική κατάσταση
- "Ανοίξτε το κεφάλι"
- "Κοίταξε το δάχτυλό της στους άτακτους μαθητές"
- "Οι παλιοί εχθροί τίναξαν τα χέρια"
- "Μην ταρακουνάς τη γροθιά σου πάνω μου!"
- συνώνυμο:
- ανακινώ