Translation meaning & definition of the word "shaggy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκανταλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shaggy
[Σαγηνεύω]/ʃægi/
adjective
1. Used of hair
- Thick and poorly groomed
- "Bushy locks"
- "A shaggy beard"
- synonym:
- bushy ,
- shaggy ,
- shaggy-haired ,
- shaggy-coated
1. Χρησιμοποιείται για τα μαλλιά
- Παχύ και κακώς περιποιημένο
- "Σπειροειδείς κλειδαριές"
- "Μια ασταθής γενειάδα"
- συνώνυμο:
- θαμνώδησ ,
- αστείος ,
- αποτριχωτόσ ,
- επικαλυμμένος με λεπτό υμένιο
2. Having a very rough nap or covered with hanging shags
- "Junipers with shagged trunks"
- "Shaggy rugs"
- synonym:
- shagged ,
- shaggy
2. Έχοντας έναν πολύ τραχύ υπνάκο ή καλυμμένο με κρεμαστά σκασίματα
- "Μουνίπερ με κουρελιασμένους κορμούς"
- "Χαλιά χαλιά"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- αστείος
Examples of using
I opened his shaggy safe with my leather key.
Άνοιξα το ασφαλές του με το δερμάτινο κλειδί μου.