Translation meaning & definition of the word "shag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φωνή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shag
[Σανγκ]/ʃæg/
noun
1. A strong coarse tobacco that has been shredded
- synonym:
- shag
1. Ένας ισχυρός χονδροειδής καπνός που έχει τεμαχιστεί
- συνώνυμο:
- αποστακτήριο
2. A matted tangle of hair or fiber
- "The dog's woolly shag"
- synonym:
- shag
2. Ένα ταπετσαρισμένο κουβούκλιο των μαλλιών ή των ινών
- "Το μαλλιαρό τσίμπημα του σκύλου"
- συνώνυμο:
- αποστακτήριο
3. A fabric with long coarse nap
- "He bought a shag rug"
- synonym:
- shag
3. Ένα ύφασμα με μακρύ χοντρό υπνάκο
- "Αγόρασε ένα χαλί από σέλα"
- συνώνυμο:
- αποστακτήριο
4. Slang for sexual intercourse
- synonym:
- fuck ,
- fucking ,
- screw ,
- screwing ,
- ass ,
- nooky ,
- nookie ,
- piece of ass ,
- piece of tail ,
- roll in the hay ,
- shag ,
- shtup
4. Αργκό για σεξουαλική επαφή
- συνώνυμο:
- γαμώ ,
- γαμημένος ,
- βίδα ,
- βίδωμα ,
- κώλοσ ,
- νόοκυ ,
- κομμάτι του κώλου ,
- κομμάτι της ουράς ,
- τυλίγω στο σανό ,
- αποστακτήριο ,
- παραπονιέμαι
5. A lively dance step consisting of hopping on each foot in turn
- synonym:
- shag
5. Ένα ζωντανό χορευτικό βήμα που αποτελείται από το να πηδάει σε κάθε πόδι με τη σειρά του
- συνώνυμο:
- αποστακτήριο
verb
1. Dance the shag
- synonym:
- shag
1. Χορεύω
- συνώνυμο:
- αποστακτήριο