Translation meaning & definition of the word "shaft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άξονας" στην ελληνική γλώσσα
Shaft
[Άξονας]noun
1. A line that forms the length of an arrow pointer
- synonym:
- shaft
1. Μια γραμμή που σχηματίζει το μήκος ενός δείκτη βέλους
- συνώνυμο:
- άξονας
2. An aggressive remark directed at a person like a missile and intended to have a telling effect
- "His parting shot was `drop dead'"
- "She threw shafts of sarcasm"
- "She takes a dig at me every chance she gets"
- synonym:
- shot ,
- shaft ,
- slam ,
- dig ,
- barb ,
- jibe ,
- gibe
2. Μια επιθετική παρατήρηση που απευθύνεται σε ένα άτομο σαν πύραυλος και προορίζεται να έχει ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα
- "Ο χωρισμός του πυροβολισμού του ήταν `σκυφτείτε νεκρός'"
- "Έδωσε άξονες σαρκασμού"
- "Παίρνει μια ανασκαφή σε μένα κάθε ευκαιρία που παίρνει"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- άξονας ,
- πλατύ ,
- σκάβω ,
- μπαρμπ ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα
3. A long rod or pole (especially the handle of an implement or the body of a weapon like a spear or arrow)
- synonym:
- shaft
3. Μια μακριά ράβδος ή πόλος (ειδικά η λαβή ενός υλοποιείου ή το σώμα ενός όπλου όπως ένα δόρυ ή βέλος)
- συνώνυμο:
- άξονας
4. A column of light (as from a beacon)
- synonym:
- beam ,
- beam of light ,
- light beam ,
- ray ,
- ray of light ,
- shaft ,
- shaft of light ,
- irradiation
4. Μια στήλη από φως (ας από ένα φάρο)
- συνώνυμο:
- ακτίνα ,
- δέσμη φωτός ,
- φωτεινή δέσμη ,
- ακτίνα φωτός ,
- άξονας ,
- άξονας του φωτός ,
- ακτινοβολία
5. The main (mid) section of a long bone
- synonym:
- diaphysis ,
- shaft
5. Το κύριο (μυ) τμήμα ενός μακριού οστού
- συνώνυμο:
- διάφυση ,
- άξονας
6. Obscene terms for penis
- synonym:
- cock ,
- prick ,
- dick ,
- shaft ,
- pecker ,
- peter ,
- tool ,
- putz
6. Άσεμνοι όροι για το πέος
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- τσιμπώ ,
- άξονας ,
- πέκτορασ ,
- πέτρος ,
- εργαλείο ,
- πούτσες
7. A long pointed rod used as a tool or weapon
- synonym:
- spear ,
- lance ,
- shaft
7. Μια μακριά μυτερή ράβδος που χρησιμοποιείται ως εργαλείο ή όπλο
- συνώνυμο:
- λόγχη ,
- λανς ,
- άξονας
8. A vertical passageway through a building (as for an elevator)
- synonym:
- shaft
8. Ένα κάθετο πέρασμα μέσα από ένα κτίριο (ας για ένα ασανσέρ)
- συνώνυμο:
- άξονας
9. (architecture) upright consisting of the vertical part of a column
- synonym:
- shaft ,
- scape
9. (αρχιτεκτονική) όρθια αποτελούμενη από το κάθετο τμήμα μιας στήλης
- συνώνυμο:
- άξονας ,
- αποτέφρωση
10. A long vertical passage sunk into the earth, as for a mine or tunnel
- synonym:
- shaft
10. Ένα μακρύ κάθετο πέρασμα βυθίστηκε στη γη, όπως για ένα ορυχείο ή μια σήραγγα
- συνώνυμο:
- άξονας
11. A revolving rod that transmits power or motion
- synonym:
- rotating shaft ,
- shaft
11. Μια περιστρεφόμενη ράβδος που μεταδίδει τη δύναμη ή την κίνηση
- συνώνυμο:
- περιστρεφόμενος άξονας ,
- άξονας
12. The hollow spine of a feather
- synonym:
- quill ,
- calamus ,
- shaft
12. Η κοίλη σπονδυλική στήλη ενός φτερού
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- καλάμου ,
- άξονας
verb
1. Equip with a shaft
- synonym:
- shaft
1. Εξοπλίστε με έναν άξονα
- συνώνυμο:
- άξονας
2. Defeat someone through trickery or deceit
- synonym:
- cheat ,
- chouse ,
- shaft ,
- screw ,
- chicane ,
- jockey
2. Νικήστε κάποιον μέσω της απάτης ή της εξαπάτησης
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- πολυβόλο ,
- άξονας ,
- βίδα ,
- σικάνιο ,
- τζόκερ