Translation meaning & definition of the word "shade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκιά" στην ελληνική γλώσσα
Shade
[Σκιά]noun
1. Relative darkness caused by light rays being intercepted by an opaque body
- "It is much cooler in the shade"
- "There's too much shadiness to take good photographs"
- synonym:
- shade ,
- shadiness ,
- shadowiness
1. Σχετικό σκοτάδι που προκαλείται από ακτίνες φωτός που παρεμποδίζονται από ένα αδιαφανές σώμα
- "Είναι πολύ πιο δροσερό στη σκιά"
- "Υπάρχει πάρα πολλή σκιά για να τραβήξετε καλές φωτογραφίες"
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- σκιερότητα ,
- σκιώδεσ
2. A quality of a given color that differs slightly from another color
- "After several trials he mixed the shade of pink that she wanted"
- synonym:
- shade ,
- tint ,
- tincture ,
- tone
2. Μια ποιότητα ενός δεδομένου χρώματος που διαφέρει ελαφρώς από ένα άλλο χρώμα
- "Μετά από αρκετές δοκιμές ανακάτεψε την απόχρωση του ροζ που ήθελε"
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τόνος
3. Protective covering that protects something from direct sunlight
- "They used umbrellas as shades"
- "As the sun moved he readjusted the shade"
- synonym:
- shade
3. Προστατευτικό κάλυμμα που προστατεύει κάτι από το άμεσο ηλιακό φως
- "Χρησιμοποιούσαν ομπρέλες ως αποχρώσεις"
- "Καθώς ο ήλιος κινούνταν, αναπροσάρμοσε τη σκιά"
- συνώνυμο:
- σκιά
4. A subtle difference in meaning or opinion or attitude
- "Without understanding the finer nuances you can't enjoy the humor"
- "Don't argue about shades of meaning"
- synonym:
- nuance ,
- nicety ,
- shade ,
- subtlety ,
- refinement
4. Μια λεπτή διαφορά στο νόημα ή τη γνώμη ή τη στάση
- "Χωρίς να καταλαβαίνετε τις λεπτότερες αποχρώσεις δεν μπορείτε να απολαύσετε το χιούμορ"
- "Μην διαφωνείτε για τις αποχρώσεις του νοήματος"
- συνώνυμο:
- απόχρωση ,
- ωραιότητα ,
- σκιά ,
- λεπτότητα ,
- βελτίωση
5. A position of relative inferiority
- "An achievement that puts everything else in the shade"
- "His brother's success left him in the shade"
- synonym:
- shade
5. Μια θέση σχετικής κατωτερότητας
- "Ένα επίτευγμα που βάζει όλα τα άλλα στη σκιά"
- "Η επιτυχία του αδελφού του τον άφησε στη σκιά"
- συνώνυμο:
- σκιά
6. A slight amount or degree of difference
- "A tad too expensive"
- "Not a tad of difference"
- "The new model is a shade better than the old one"
- synonym:
- tad ,
- shade
6. Ελαφρά ποσότητα ή βαθμός διαφοράς
- "Ένα ματς πολύ ακριβό"
- "Όχι μια απόκλιση της διαφοράς"
- "Το νέο μοντέλο είναι μια σκιά καλύτερη από το παλιό"
- συνώνυμο:
- ταντ ,
- σκιά
7. A mental representation of some haunting experience
- "He looked like he had seen a ghost"
- "It aroused specters from his past"
- synonym:
- ghost ,
- shade ,
- spook ,
- wraith ,
- specter ,
- spectre
7. Μια ψυχική αναπαράσταση κάποιας στοιχειωτικής εμπειρίας
- "Φαινόταν σαν να είχε δει ένα φάντασμα"
- "Προκάλεσε φαντάσματα από το παρελθόν του"
- συνώνυμο:
- φάντασμα ,
- σκιά ,
- παρακινήθηκε ,
- τύλιγμα
8. A representation of the effect of shadows in a picture or drawing (as by shading or darker pigment)
- synonym:
- shade
8. Μια αναπαράσταση της επίδρασης των σκιών σε μια εικόνα ή σχέδιο (ας με σκίαση ή πιο σκούρα χρωστική ουσία)
- συνώνυμο:
- σκιά
verb
1. Cast a shadow over
- synonym:
- shadow ,
- shade ,
- shade off
1. Πετάξτε μια σκιά
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- αποβάλλω
2. Represent the effect of shade or shadow on
- synonym:
- shade ,
- fill in
2. Αντιπροσωπεύει την επίδραση της σκιάς ή της σκιάς στο
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- συμπληρώνω
3. Protect from light, heat, or view
- "Shade your eyes when you step out into the bright sunlight"
- synonym:
- shade
3. Προστατεύστε από το φως, τη θερμότητα ή την άποψη
- "Απομακρύνετε τα μάτια σας όταν βγαίνετε στο φωτεινό φως του ήλιου"
- συνώνυμο:
- σκιά
4. Vary slightly
- "Shade the meaning"
- synonym:
- shade
4. Ποικίλλω ελαφρώς
- "Δείξτε το νόημα"
- συνώνυμο:
- σκιά
5. Pass from one quality such as color to another by a slight degree
- "The butterfly wings shade to yellow"
- synonym:
- shade
5. Περάστε από μια ποιότητα όπως το χρώμα σε ένα άλλο από ένα μικρό βαθμό
- "Τα φτερά πεταλούδας σκιάζουν στο κίτρινο"
- συνώνυμο:
- σκιά