Translation meaning & definition of the word "shack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shack
[Σακίδιο]/ʃæk/
noun
1. Small crude shelter used as a dwelling
- synonym:
- hovel ,
- hut ,
- hutch ,
- shack ,
- shanty
1. Μικρό ακατέργαστο καταφύγιο που χρησιμοποιείται ως κατοικία
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- καλύβα ,
- αποστολή ,
- αποτυχία ,
- παραφυλακτικόσ
verb
1. Make one's home in a particular place or community
- "May parents reside in florida"
- synonym:
- reside ,
- shack ,
- domicile ,
- domiciliate
1. Κάντε το σπίτι σας σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κοινότητα
- "Μπορεί οι γονείς να κατοικούν στη φλόριντα"
- συνώνυμο:
- κατοικεί ,
- αποτυχία ,
- κατοικία
2. Move, proceed, or walk draggingly or slowly
- "John trailed behind his class mates"
- "The mercedes trailed behind the horse cart"
- synonym:
- trail ,
- shack
2. Μετακινήστε, προχωρήστε ή περπατήστε αργά ή αργά
- "Ο ιωάννης έμεινε πίσω από τους συμμαθητές του"
- "Οι μερσέντες τραβήχτηκαν πίσω από το καλάθι αλόγων"
- συνώνυμο:
- μονοπάτι ,
- αποτυχία
Examples of using
For some inexplicable reason, the flimsy shack survived the storm.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η αχνή απάτη επέζησε από την καταιγίδα.