Translation meaning & definition of the word "shabby" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαμπί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shabby
[Σάμπι]/ʃæbi/
adjective
1. Showing signs of wear and tear
- "A ratty old overcoat"
- "Shabby furniture"
- "An old house with dirty windows and tatty curtains"
- synonym:
- moth-eaten ,
- ratty ,
- shabby ,
- tatty
1. Εμφάνιση σημείων φθοράς και φθοράς
- "Ένα παλιό παλιό παλτό"
- "Έπιπλα από το σαμπού"
- "Ένα παλιό σπίτι με βρώμικα παράθυρα και κουρτίνες"
- συνώνυμο:
- σκώρος ,
- αρουραίος ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- τατουάζ
2. Mean and unworthy and despicable
- "Shabby treatment"
- synonym:
- shabby
2. Κακός και ανάξιος και αξιοπρόσεκτος
- "Θεραπεία από το σαμπόν"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικόσ