Translation meaning & definition of the word "sexually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεξουαλικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sexually
[Σεξουαλικά]/sɛkʃuəli/
adverb
1. With respect to sexuality
- "Sexually ambiguous"
- synonym:
- sexually
1. Σε σχέση με τη σεξουαλικότητα
- "Σεξουαλικά διφορούμενο"
- συνώνυμο:
- σεξουαλικά
2. By sexual means
- "Reproduce sexually"
- synonym:
- sexually
2. Με σεξουαλικά μέσα
- "Επαναφορά σεξουαλικά"
- συνώνυμο:
- σεξουαλικά
Examples of using
My doctor told me that I had contracted a sexually transmitted infection.
Ο γιατρός μου μου είπε ότι είχα προσβληθεί από μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη.
Coitus interruptus does not protect against sexually transmitted diseases.
Ο διακόπτης της συνουσίας δεν προστατεύει από τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες.
This site contains sexually explicit material and is intended solely for adults only!
Αυτή η ιστοσελίδα περιέχει σεξουαλικό υλικό και προορίζεται αποκλειστικά για ενήλικες!