Translation meaning & definition of the word "sexuality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεξουαλικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sexuality
[Σεξουαλικότητα]/sɛkʃuæləti/
noun
1. The properties that distinguish organisms on the basis of their reproductive roles
- "She didn't want to know the sex of the foetus"
- synonym:
- sex ,
- gender ,
- sexuality
1. Οι ιδιότητες που διακρίνουν τους οργανισμούς με βάση τους αναπαραγωγικούς τους ρόλους
- "Δεν ήθελε να μάθει το φύλο του εμβρύου"
- συνώνυμο:
- σεξ ,
- φύλο ,
- σεξουαλικότητα
Examples of using
You are afraid that Latinate languages exude sexuality, to which you are not accustomed.
Φοβάστε ότι οι λατινικές γλώσσες αποπνέουν σεξουαλικότητα, στην οποία δεν έχετε συνηθίσει.
Our talk about the sexuality of flies could offend some people.
Η συζήτησή μας για τη σεξουαλικότητα των μυγών θα μπορούσε να προσβάλει μερικούς ανθρώπους.