Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sex" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεξ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sex

[Σεξ]
/sɛks/

noun

1. Activities associated with sexual intercourse

  • "They had sex in the back seat"
    synonym:
  • sexual activity
  • ,
  • sexual practice
  • ,
  • sex
  • ,
  • sex activity

1. Δραστηριότητες που σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή

  • "Είχαν κάνει σεξ στο πίσω κάθισμα"
    συνώνυμο:
  • σεξουαλική δραστηριότητα
  • ,
  • σεξουαλική πρακτική
  • ,
  • σεξ

2. Either of the two categories (male or female) into which most organisms are divided

  • "The war between the sexes"
    synonym:
  • sex

2. Είτε από τις δύο κατηγορίες (μάλε ή θηλυκό) στις οποίες χωρίζονται οι περισσότεροι οργανισμοί

  • "Ο πόλεμος μεταξύ των δύο φύλων"
    συνώνυμο:
  • σεξ

3. All of the feelings resulting from the urge to gratify sexual impulses

  • "He wanted a better sex life"
  • "The film contained no sex or violence"
    synonym:
  • sex
  • ,
  • sexual urge

3. Όλα τα συναισθήματα που προκύπτουν από την επιθυμία να ικανοποιηθούν οι σεξουαλικές παρορμήσεις

  • "Θέλει μια καλύτερη σεξουαλική ζωή"
  • "Η ταινία δεν περιείχε σεξ ή βία"
    συνώνυμο:
  • σεξ
  • ,
  • σεξουαλική επιθυμία

4. The properties that distinguish organisms on the basis of their reproductive roles

  • "She didn't want to know the sex of the foetus"
    synonym:
  • sex
  • ,
  • gender
  • ,
  • sexuality

4. Οι ιδιότητες που διακρίνουν τους οργανισμούς με βάση τους αναπαραγωγικούς τους ρόλους

  • "Δεν ήθελε να μάθει το φύλο του εμβρύου"
    συνώνυμο:
  • σεξ
  • ,
  • φύλο
  • ,
  • σεξουαλικότητα

verb

1. Stimulate sexually

  • "This movie usually arouses the male audience"
    synonym:
  • arouse
  • ,
  • sex
  • ,
  • excite
  • ,
  • turn on
  • ,
  • wind up

1. Τονώνει σεξουαλικά

  • "Αυτή η ταινία συνήθως προκαλεί το αρσενικό κοινό"
    συνώνυμο:
  • ξυπνάω
  • ,
  • σεξ
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ενεργοποιώ
  • ,
  • τελειώνω

2. Tell the sex (of young chickens)

    synonym:
  • sex

2. Πείτε το φύλο (από νεαρά κοτόπουλα)

    συνώνυμο:
  • σεξ

Examples of using

They had a deep emotional connection and decided to have sex.
Είχαν μια βαθιά συναισθηματική σχέση και αποφάσισαν να κάνουν σεξ.
It is important to have open and honest communication with your partner about desires and boundaries before engaging in sex.
Είναι σημαντικό να έχετε ανοιχτή και ειλικρινή επικοινωνία με τον σύντροφό σας σχετικά με τις επιθυμίες και τα όρια πριν ασχοληθείτε με το σεξ.
Safe and consensual sex is a fundamental aspect of maintaining sexual health and well-being.
Το ασφαλές και συναινετικό σεξ είναι μια θεμελιώδης πτυχή της διατήρησης της σεξουαλικής υγείας και ευεξίας.