Translation meaning & definition of the word "severity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπουδαιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Severity
[Σοβαρότητα]/sɪvɛrɪti/
noun
1. Used of the degree of something undesirable e.g. pain or weather
- synonym:
- badness ,
- severity ,
- severeness
1. Χρησιμοποιείται για το βαθμό κάτι ανεπιθύμητο π.χ. πόνος ή καιρός
- συνώνυμο:
- κακία ,
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ
2. Something hard to endure
- "The asperity of northern winters"
- synonym:
- asperity ,
- grimness ,
- hardship ,
- rigor ,
- rigour ,
- severity ,
- severeness ,
- rigorousness ,
- rigourousness
2. Κάτι δύσκολο να υπομείνει
- "Η απειρία των βόρειων χειμώνων"
- συνώνυμο:
- ασπιρία ,
- αγριάδα ,
- δυσκολία ,
- αυστηρότητα ,
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ
3. Extreme plainness
- synonym:
- austereness ,
- severity ,
- severeness
3. Ακραία απλότητα
- συνώνυμο:
- αυστηρότητα ,
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ
4. Excessive sternness
- "Severity of character"
- "The harshness of his punishment was inhuman"
- "The rigors of boot camp"
- synonym:
- severity ,
- severeness ,
- harshness ,
- rigor ,
- rigour ,
- rigorousness ,
- rigourousness ,
- inclemency ,
- hardness ,
- stiffness
4. Υπερβολική αυστηρότητα
- "Σπουδαιότητα του χαρακτήρα"
- "Η σκληρότητα της τιμωρίας του ήταν απάνθρωπη"
- "Οι αυστηρότητες του στρατοπέδου εκκίνησης"
- συνώνυμο:
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ ,
- σκληρότητα ,
- αυστηρότητα ,
- απελπισία ,
- ακαμψία
Examples of using
Any suspect case is considered a public health emergency due to the severity of this illness.
Κάθε ύποπτη περίπτωση θεωρείται έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία λόγω της σοβαρότητας αυτής της ασθένειας.