Translation meaning & definition of the word "severely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοβαρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Severely
[Σοβαρά]/səvɪrli/
adverb
1. To a severe or serious degree
- "Fingers so badly frozen they had to be amputated"
- "Badly injured"
- "A severely impaired heart"
- "Is gravely ill"
- "Was seriously ill"
- synonym:
- badly ,
- severely ,
- gravely ,
- seriously
1. Σε σοβαρό ή σοβαρό βαθμό
- "Δάχτυλα τόσο άσχημα παγωμένα που έπρεπε να ακρωτηριαστούν"
- "Και πολύ τραυματισμένος"
- "Μια σοβαρά επηρεασμένη καρδιά"
- "Είναι σοβαρά άρρωστος"
- "Ήταν σοβαρά άρρωστος"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- σοβαρά
2. With sternness
- In a severe manner
- "`no,' she said sternly"
- "Peered severely over her glasses"
- synonym:
- sternly ,
- severely
2. Με αυστηρότητα
- Με σοβαρό τρόπο
- "Όχι, είπε αυστηρά"
- "Πέρασε πολύ πάνω από τα γυαλιά της"
- συνώνυμο:
- αυστηρά ,
- σοβαρά
3. Causing great damage or hardship
- "Industries hit hard by the depression"
- "She was severely affected by the bank's failure"
- synonym:
- hard ,
- severely
3. Προκαλώντας μεγάλη ζημιά ή δυσκολίες
- "Βιομηχανίες που πλήττονται σκληρά από την κατάθλιψη"
- "Επηρεάστηκε σοβαρά από την αποτυχία της τράπεζας"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- σοβαρά
Examples of using
As a result of the car accident, the driver was severely injured, and the passanger died.
Ως αποτέλεσμα του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, ο οδηγός τραυματίστηκε σοβαρά και ο περαστικός πέθανε.
He must be severely punished.
Πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά.
She must be severely punished.
Πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά.