Translation meaning & definition of the word "sever" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sever
[Σοβαρέσ]/sɛvər/
verb
1. Set or keep apart
- "Sever a relationship"
- synonym:
- sever ,
- break up
1. Αποσυναρμολογήστε ή διατηρήστε
- "Διαβάστε μια σχέση"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- διαλύω
2. Cut off from a whole
- "His head was severed from his body"
- "The soul discerped from the body"
- synonym:
- discerp ,
- sever ,
- lop
2. Αποκοπεί από ένα σύνολο
- "Το κεφάλι του ήταν κομμένο από το σώμα του"
- "Η ψυχή διακρίνεται από το σώμα"
- συνώνυμο:
- απαιτητικός ,
- διακόπτω ,
- λουξ