Translation meaning & definition of the word "setup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκατάσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Setup
[Ρύθμιση]/sɛtəp/
noun
1. Equipment designed to serve a specific function
- synonym:
- apparatus ,
- setup
1. Εξοπλισμός σχεδιασμένος για να εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη λειτουργία
- συνώνυμο:
- συσκευή ,
- ρύθμιση
2. The way something is organized or arranged
- "It takes time to learn the setup around here"
- synonym:
- setup
2. Ο τρόπος που κάτι είναι οργανωμένο ή τακτοποιημένο
- "Χρειάζεται χρόνος για να μάθετε την εγκατάσταση εδώ γύρω"
- συνώνυμο:
- ρύθμιση
3. An act that incriminates someone on a false charge
- synonym:
- frame-up ,
- setup
3. Μια πράξη που ενοχοποιεί κάποιον με ψευδή χρέωση
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- ρύθμιση