Translation meaning & definition of the word "settled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμορφωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Settled
[Εγκαταστάθηκε]/sɛtəld/
adjective
1. Established or decided beyond dispute or doubt
- "With details of the wedding settled she could now sleep at night"
- synonym:
- settled
1. Εγκαθιδρυμένος ή αποφασισμένος πέρα από τη διαφωνία ή την αμφιβολία
- "Με τις λεπτομέρειες του γάμου που εγκαταστάθηκαν μπορούσε τώρα να κοιμηθεί τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- εγκαταστάθηκαν
2. Established in a desired position or place
- Not moving about
- "Nomads...absorbed among the settled people"
- "Settled areas"
- "I don't feel entirely settled here"
- "The advent of settled civilization"
- synonym:
- settled
2. Εγκατεστημένος στην επιθυμητή θέση ή τον τόπο
- Δεν κινείται
- "Νομάδες.απορροφήθηκαν μεταξύ των εγκαταστημένων ανθρώπων"
- "Διαμορφωμένες περιοχές"
- "Δεν αισθάνομαι εντελώς εγκατεστημένος εδώ"
- "Η έλευση του εγκατεστημένου πολιτισμού"
- συνώνυμο:
- εγκαταστάθηκαν
3. Inhabited by colonists
- synonym:
- colonized ,
- colonised ,
- settled
3. Κατοικημένοι από αποίκους
- συνώνυμο:
- αποικισμένο ,
- αποικιοποιημένο ,
- εγκαταστάθηκαν
4. Not changeable
- "A period of settled weather"
- synonym:
- settled
4. Δεν μεταβάλλεται
- "Μια περίοδος καλοκαιρινού καιρού"
- συνώνυμο:
- εγκαταστάθηκαν
Examples of using
The business was settled to everybody's satisfaction.
Η επιχείρηση διευθετήθηκε προς ικανοποίηση όλων.
Two major issues had to be settled.
Έπρεπε να λυθούν δύο μεγάλα ζητήματα.
Get it settled once and for all.
Να το πάρετε εγκατασταθεί μια για πάντα.