Translation meaning & definition of the word "settle" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "οικισμός" στην ελληνική γλώσσα
Settle
[Εγκαθιστώ]noun
1. A long wooden bench with a back
- synonym:
- settle ,
- settee
1. Ένα μακρύ ξύλινο παγκάκι με πλάτη
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- καναπές
verb
1. Settle into a position, usually on a surface or ground
- "Dust settled on the roofs"
- synonym:
- settle ,
- settle down
1. Εγκατασταθείτε σε μια θέση, συνήθως σε μια επιφάνεια ή έδαφος
- "Σκόνη εγκαταστάθηκε στις στέγες"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
2. Bring to an end
- Settle conclusively
- "The case was decided"
- "The judge decided the case in favor of the plaintiff"
- "The father adjudicated when the sons were quarreling over their inheritance"
- synonym:
- decide ,
- settle ,
- resolve ,
- adjudicate
2. Φέρτε στο τέλος
- Τακτοποιήστε οριστικά
- "Η υπόθεση κρίθηκε"
- "Ο δικαστής έκρινε την υπόθεση υπέρ του ενάγοντος"
- "Ο πατέρας έκρινε όταν οι γιοι μάλωναν για την κληρονομιά τους"
- συνώνυμο:
- αποφασίζω ,
- τακτοποιώ ,
- επιλύω ,
- δικάζω
3. Settle conclusively
- Come to terms
- "We finally settled the argument"
- synonym:
- settle ,
- square off ,
- square up ,
- determine
3. Τακτοποιήστε οριστικά
- Συμβιβαστείτε
- "Τελικά τακτοποιήσαμε το επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- τετραγωνίζω ,
- καθορίζω
4. Take up residence and become established
- "The immigrants settled in the midwest"
- synonym:
- settle ,
- locate
4. Εγκατασταθείτε και εγκατασταθείτε
- "Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα midwest"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- εντοπίζω
5. Come to terms
- "After some discussion we finally made up"
- synonym:
- reconcile ,
- patch up ,
- make up ,
- conciliate ,
- settle
5. Συμβιβαστείτε
- "Μετά από κάποια συζήτηση επιτέλους φτιάξαμε"
- συνώνυμο:
- συμφιλιώνομαι ,
- επιδιορθώνω ,
- αποτελώ ,
- συμβιβαστεί ,
- τακτοποιώ
6. Go under, "the raft sank and its occupants drowned"
- synonym:
- sink ,
- settle ,
- go down ,
- go under
6. Περάστε από κάτω, "η σχεδία βυθίστηκε και οι ένοικοί της πνίγηκαν"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- τακτοποιώ ,
- πηγαίνετε κάτω ,
- πηγαίνω κάτω
7. Become settled or established and stable in one's residence or life style
- "He finally settled down"
- synonym:
- settle ,
- root ,
- take root ,
- steady down ,
- settle down
7. Εγκατασταθείτε ή εγκατασταθείτε και σταθεροποιηθείτε στην κατοικία ή τον τρόπο ζωής κάποιου
- "Τελικά τακτοποιήθηκε"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- ρίζα ,
- ριζώνω ,
- σταθερά κάτω
8. Become resolved, fixed, established, or quiet
- "The roar settled to a thunder"
- "The wind settled in the west"
- "It is settling to rain"
- "A cough settled in her chest"
- "Her mood settled into lethargy"
- synonym:
- settle
8. Επιλυθείτε, επιδιορθωθείτε, εδραιωθείτε ή αποσιωπήστε
- "Ο βρυχηθμός έπεσε σε βροντή"
- "Ο άνεμος εγκαταστάθηκε στη δύση"
- "Είναι να βρέξεις"
- "Ένας βήχας εγκαταστάθηκε στο στήθος της"
- "Η διάθεσή της εγκαταστάθηκε σε λήθαργο"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
9. Establish or develop as a residence
- "He settled the farm 200 years ago"
- "This land was settled by germans"
- synonym:
- settle
9. Εγκαταστήστε ή αναπτύξτε ως κατοικία
- "Εγκαταστάθηκε στη φάρμα πριν από 200 χρόνια"
- "Αυτή η γη εποικίστηκε από γερμανούς"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
10. Come to rest
- synonym:
- settle
10. Ελάτε να ξεκουραστείτε
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
11. Arrange or fix in the desired order
- "She settled the teacart"
- synonym:
- settle
11. Τακτοποιήστε ή διορθώστε με την επιθυμητή σειρά
- "Τακτοποίησε το καρτ τσαγιού"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
12. Accept despite lack of complete satisfaction
- "We settled for a lower price"
- synonym:
- settle
12. Αποδεχτείτε παρά την έλλειψη πλήρους ικανοποίησης
- "Συμβιβαστήκαμε με χαμηλότερη τιμή"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
13. End a legal dispute by arriving at a settlement
- "The two parties finally settled"
- synonym:
- settle
13. Τερματισμός δικαστικής διαφοράς καταλήγοντας σε διευθέτηση
- "Τα δύο κόμματα τελικά τακτοποιήθηκαν"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
14. Dispose of
- Make a financial settlement
- synonym:
- settle
14. Απορρίπτω
- Κάνε οικονομικό διακανονισμό
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
15. Become clear by the sinking of particles
- "The liquid gradually settled"
- synonym:
- settle
15. Γίνετε σαφείς από τη βύθιση των σωματιδίων
- "Το υγρό σταδιακά κατακάθισε"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
16. Cause to become clear by forming a sediment (of liquids)
- synonym:
- settle
16. Αιτία να γίνει σαφής σχηματίζοντας ένα ίζημα (υγρών)
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
17. Sink down or precipitate
- "The mud subsides when the waters become calm"
- synonym:
- subside ,
- settle
17. Βυθιστείτε ή κατακρημνίστε
- "Η λάσπη υποχωρεί όταν τα νερά γίνονται ήρεμα"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- τακτοποιώ
18. Fix firmly
- "He ensconced himself in the chair"
- synonym:
- ensconce ,
- settle
18. Στερεώστε σταθερά
- "Παρασύρθηκε στην καρέκλα"
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω ,
- τακτοποιώ
19. Get one's revenge for a wrong or an injury
- "I finally settled with my old enemy"
- synonym:
- settle ,
- get back
19. Πάρτε την εκδίκηση κάποιου για ένα λάθος ή έναν τραυματισμό
- "Τελικά εγκαταστάθηκα με τον παλιό μου εχθρό"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- πάρε πίσω
20. Make final
- Put the last touches on
- Put into final form
- "Let's finalize the proposal"
- synonym:
- finalize ,
- finalise ,
- settle ,
- nail down
20. Κάνω τελικό
- Βάλε τις τελευταίες πινελιές
- Τεθεί σε τελική μορφή
- "Ας οριστικοποιήσουμε την πρόταση"
- συνώνυμο:
- οριστικοποιώ ,
- οριστικοποιήσει ,
- τακτοποιώ ,
- καρφώνω
21. Form a community
- "The swedes settled in minnesota"
- synonym:
- settle
21. Σχηματίστε μια κοινότητα
- "Οι σουηδοί εγκαταστάθηκαν στη μινεσότα"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ
22. Come as if by falling
- "Night fell"
- "Silence fell"
- synonym:
- fall ,
- descend ,
- settle
22. Έλα σαν να πέφτεις
- "Νύχτα έπεσε"
- "Έπεσε σιωπή"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- κατεβαίνω ,
- τακτοποιώ