Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "settle" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "οικισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Settle

[Εγκαθιστώ]
/sɛtəl/

noun

1. A long wooden bench with a back

    synonym:
  • settle
  • ,
  • settee

1. Ένα μακρύ ξύλινο παγκάκι με πλάτη

    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ
  • ,
  • καναπές

verb

1. Settle into a position, usually on a surface or ground

  • "Dust settled on the roofs"
    synonym:
  • settle
  • ,
  • settle down

1. Εγκατασταθείτε σε μια θέση, συνήθως σε μια επιφάνεια ή έδαφος

  • "Σκόνη εγκαταστάθηκε στις στέγες"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

2. Bring to an end

  • Settle conclusively
  • "The case was decided"
  • "The judge decided the case in favor of the plaintiff"
  • "The father adjudicated when the sons were quarreling over their inheritance"
    synonym:
  • decide
  • ,
  • settle
  • ,
  • resolve
  • ,
  • adjudicate

2. Φέρτε στο τέλος

  • Τακτοποιήστε οριστικά
  • "Η υπόθεση κρίθηκε"
  • "Ο δικαστής έκρινε την υπόθεση υπέρ του ενάγοντος"
  • "Ο πατέρας έκρινε όταν οι γιοι μάλωναν για την κληρονομιά τους"
    συνώνυμο:
  • αποφασίζω
  • ,
  • τακτοποιώ
  • ,
  • επιλύω
  • ,
  • δικάζω

3. Settle conclusively

  • Come to terms
  • "We finally settled the argument"
    synonym:
  • settle
  • ,
  • square off
  • ,
  • square up
  • ,
  • determine

3. Τακτοποιήστε οριστικά

  • Συμβιβαστείτε
  • "Τελικά τακτοποιήσαμε το επιχείρημα"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ
  • ,
  • τετραγωνίζω
  • ,
  • καθορίζω

4. Take up residence and become established

  • "The immigrants settled in the midwest"
    synonym:
  • settle
  • ,
  • locate

4. Εγκατασταθείτε και εγκατασταθείτε

  • "Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα midwest"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ
  • ,
  • εντοπίζω

5. Come to terms

  • "After some discussion we finally made up"
    synonym:
  • reconcile
  • ,
  • patch up
  • ,
  • make up
  • ,
  • conciliate
  • ,
  • settle

5. Συμβιβαστείτε

  • "Μετά από κάποια συζήτηση επιτέλους φτιάξαμε"
    συνώνυμο:
  • συμφιλιώνομαι
  • ,
  • επιδιορθώνω
  • ,
  • αποτελώ
  • ,
  • συμβιβαστεί
  • ,
  • τακτοποιώ

6. Go under, "the raft sank and its occupants drowned"

    synonym:
  • sink
  • ,
  • settle
  • ,
  • go down
  • ,
  • go under

6. Περάστε από κάτω, "η σχεδία βυθίστηκε και οι ένοικοί της πνίγηκαν"

    συνώνυμο:
  • νεροχύτης
  • ,
  • τακτοποιώ
  • ,
  • πηγαίνετε κάτω
  • ,
  • πηγαίνω κάτω

7. Become settled or established and stable in one's residence or life style

  • "He finally settled down"
    synonym:
  • settle
  • ,
  • root
  • ,
  • take root
  • ,
  • steady down
  • ,
  • settle down

7. Εγκατασταθείτε ή εγκατασταθείτε και σταθεροποιηθείτε στην κατοικία ή τον τρόπο ζωής κάποιου

  • "Τελικά τακτοποιήθηκε"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ
  • ,
  • ρίζα
  • ,
  • ριζώνω
  • ,
  • σταθερά κάτω

8. Become resolved, fixed, established, or quiet

  • "The roar settled to a thunder"
  • "The wind settled in the west"
  • "It is settling to rain"
  • "A cough settled in her chest"
  • "Her mood settled into lethargy"
    synonym:
  • settle

8. Επιλυθείτε, επιδιορθωθείτε, εδραιωθείτε ή αποσιωπήστε

  • "Ο βρυχηθμός έπεσε σε βροντή"
  • "Ο άνεμος εγκαταστάθηκε στη δύση"
  • "Είναι να βρέξεις"
  • "Ένας βήχας εγκαταστάθηκε στο στήθος της"
  • "Η διάθεσή της εγκαταστάθηκε σε λήθαργο"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

9. Establish or develop as a residence

  • "He settled the farm 200 years ago"
  • "This land was settled by germans"
    synonym:
  • settle

9. Εγκαταστήστε ή αναπτύξτε ως κατοικία

  • "Εγκαταστάθηκε στη φάρμα πριν από 200 χρόνια"
  • "Αυτή η γη εποικίστηκε από γερμανούς"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

10. Come to rest

    synonym:
  • settle

10. Ελάτε να ξεκουραστείτε

    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

11. Arrange or fix in the desired order

  • "She settled the teacart"
    synonym:
  • settle

11. Τακτοποιήστε ή διορθώστε με την επιθυμητή σειρά

  • "Τακτοποίησε το καρτ τσαγιού"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

12. Accept despite lack of complete satisfaction

  • "We settled for a lower price"
    synonym:
  • settle

12. Αποδεχτείτε παρά την έλλειψη πλήρους ικανοποίησης

  • "Συμβιβαστήκαμε με χαμηλότερη τιμή"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

13. End a legal dispute by arriving at a settlement

  • "The two parties finally settled"
    synonym:
  • settle

13. Τερματισμός δικαστικής διαφοράς καταλήγοντας σε διευθέτηση

  • "Τα δύο κόμματα τελικά τακτοποιήθηκαν"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

14. Dispose of

  • Make a financial settlement
    synonym:
  • settle

14. Απορρίπτω

  • Κάνε οικονομικό διακανονισμό
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

15. Become clear by the sinking of particles

  • "The liquid gradually settled"
    synonym:
  • settle

15. Γίνετε σαφείς από τη βύθιση των σωματιδίων

  • "Το υγρό σταδιακά κατακάθισε"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

16. Cause to become clear by forming a sediment (of liquids)

    synonym:
  • settle

16. Αιτία να γίνει σαφής σχηματίζοντας ένα ίζημα (υγρών)

    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

17. Sink down or precipitate

  • "The mud subsides when the waters become calm"
    synonym:
  • subside
  • ,
  • settle

17. Βυθιστείτε ή κατακρημνίστε

  • "Η λάσπη υποχωρεί όταν τα νερά γίνονται ήρεμα"
    συνώνυμο:
  • υποχωρώ
  • ,
  • τακτοποιώ

18. Fix firmly

  • "He ensconced himself in the chair"
    synonym:
  • ensconce
  • ,
  • settle

18. Στερεώστε σταθερά

  • "Παρασύρθηκε στην καρέκλα"
    συνώνυμο:
  • ενσωματώνω
  • ,
  • τακτοποιώ

19. Get one's revenge for a wrong or an injury

  • "I finally settled with my old enemy"
    synonym:
  • settle
  • ,
  • get back

19. Πάρτε την εκδίκηση κάποιου για ένα λάθος ή έναν τραυματισμό

  • "Τελικά εγκαταστάθηκα με τον παλιό μου εχθρό"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ
  • ,
  • πάρε πίσω

20. Make final

  • Put the last touches on
  • Put into final form
  • "Let's finalize the proposal"
    synonym:
  • finalize
  • ,
  • finalise
  • ,
  • settle
  • ,
  • nail down

20. Κάνω τελικό

  • Βάλε τις τελευταίες πινελιές
  • Τεθεί σε τελική μορφή
  • "Ας οριστικοποιήσουμε την πρόταση"
    συνώνυμο:
  • οριστικοποιώ
  • ,
  • οριστικοποιήσει
  • ,
  • τακτοποιώ
  • ,
  • καρφώνω

21. Form a community

  • "The swedes settled in minnesota"
    synonym:
  • settle

21. Σχηματίστε μια κοινότητα

  • "Οι σουηδοί εγκαταστάθηκαν στη μινεσότα"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιώ

22. Come as if by falling

  • "Night fell"
  • "Silence fell"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • descend
  • ,
  • settle

22. Έλα σαν να πέφτεις

  • "Νύχτα έπεσε"
  • "Έπεσε σιωπή"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • κατεβαίνω
  • ,
  • τακτοποιώ

Examples of using

They made a great effort to settle the problem.
Έκαναν μεγάλη προσπάθεια να διευθετήσουν το πρόβλημα.
They made a great effort to settle the problem.
Έκαναν μεγάλη προσπάθεια να διευθετήσουν το πρόβλημα.