Translation meaning & definition of the word "servo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σερβο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Servo
[Σέρβο]/sərvoʊ/
noun
1. Control system that converts a small mechanical motion into one requiring much greater power
- May include a negative feedback system
- synonym:
- servo ,
- servomechanism ,
- servosystem
1. Σύστημα ελέγχου που μετατρέπει μια μικρή μηχανική κίνηση σε ένα που απαιτεί πολύ μεγαλύτερη ισχύ
- Μπορεί να περιλαμβάνει ένα αρνητικό σύστημα ανάδρασης
- συνώνυμο:
- σερβο ,
- σερβομηχανισμόσ ,
- σερβοσυστήματοσ
adjective
1. Of or involving servomechanisms
- synonym:
- servomechanical ,
- servo
1. Από ή περιλαμβάνονται σερβομηχανισμοί
- συνώνυμο:
- σερβομηχανικόσ ,
- σερβο