Translation meaning & definition of the word "servitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπηρεσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Servitude
[Δουλειά]/sərvətud/
noun
1. State of subjection to an owner or master or forced labor imposed as punishment
- "Penal servitude"
- synonym:
- servitude
1. Κατάσταση υποταγής σε ιδιοκτήτη ή αφέντη ή καταναγκαστική εργασία που επιβάλλεται ως τιμωρία
- "Ποινική δουλεία"
- συνώνυμο:
- δουλεία