Translation meaning & definition of the word "servile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπηρεσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Servile
[Εξυπηρετώ]/sərvəl/
adjective
1. Submissive or fawning in attitude or behavior
- "Spoke in a servile tone"
- "The incurably servile housekeeper"
- "Servile tasks such as floor scrubbing and barn work"
- synonym:
- servile
1. Υποτακτική ή ναυαγήσει στη στάση ή τη συμπεριφορά
- "Εμφανίστηκε σε έναν εξυπηρετικό τόνο"
- "Η ανυπόφορα εξυπηρετούμενη οικονόμος"
- "Εργασίες εξυπηρέτησης όπως το τρίψιμο δαπέδου και η εργασία αχυρώνα"
- συνώνυμο:
- εξυπηρετώ
2. Relating to or involving slaves or appropriate for slaves or servants
- "Brown's attempt at servile insurrection"
- "The servile wars of sicily"
- "Servile work"
- synonym:
- servile(a)
2. Σχετικά με ή με τη συμμετοχή σκλάβων ή κατάλληλων για δούλους ή υπηρέτες
- "Η προσπάθεια του καφέ να εξεγερθεί στη δουλεία"
- "Οι πόλεμοι της σικελίας"
- "Εξυπηρετική εργασία"
- συνώνυμο:
- σερβιλ(α)