Translation meaning & definition of the word "serviceman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σερβίστρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Serviceman
[Υπηρέτησ]/sərvəsmæn/
noun
1. Someone who serves in the armed forces
- A member of a military force
- "Two men stood sentry duty"
- synonym:
- serviceman ,
- military man ,
- man ,
- military personnel
1. Κάποιος που υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις
- Μέλος μιας στρατιωτικής δύναμης
- "Δύο άνδρες αντιστάθηκαν στο καθήκον του αποστάτη"
- συνώνυμο:
- στρατιωτικός ,
- άνθρωπος ,
- στρατιωτικό προσωπικό