Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "service" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπηρεσία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Service

[Υπηρεσία]
/sərvəs/

noun

1. Work done by one person or group that benefits another

  • "Budget separately for goods and services"
    synonym:
  • service

1. Εργασία που γίνεται από ένα άτομο ή ομάδα που ωφελεί ένα άλλο

  • "Προϋπολογισμός χωριστά για αγαθά και υπηρεσίες"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

2. An act of help or assistance

  • "He did them a service"
    synonym:
  • service

2. Πράξη βοήθειας ή βοήθειας

  • "Τους έκανε υπηρεσία"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

3. The act of public worship following prescribed rules

  • "The sunday service"
    synonym:
  • service
  • ,
  • religious service
  • ,
  • divine service

3. Η πράξη της δημόσιας λατρείας ακολουθώντας τους καθορισμένους κανόνες

  • "Η κυριακή υπηρεσία"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία
  • ,
  • θρησκευτική υπηρεσία
  • ,
  • θεία υπηρεσία

4. A company or agency that performs a public service

  • Subject to government regulation
    synonym:
  • service

4. Μια εταιρεία ή ένας οργανισμός που εκτελεί δημόσια υπηρεσία

  • Υπόκειται σε κυβερνητικό κανονισμό
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

5. Employment in or work for another

  • "He retired after 30 years of service"
    synonym:
  • service

5. Απασχόληση ή εργασία για άλλο

  • "Αποσύρθηκε μετά από 30 χρόνια υπηρεσίας"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

6. A force that is a branch of the armed forces

    synonym:
  • military service
  • ,
  • armed service
  • ,
  • service

6. Μια δύναμη που είναι κλάδος των ενόπλων δυνάμεων

    συνώνυμο:
  • στρατιωτική θητεία
  • ,
  • ένοπλη υπηρεσία
  • ,
  • υπηρεσία

7. Canadian writer (born in england) who wrote about life in the yukon territory (1874-1958)

    synonym:
  • Service
  • ,
  • Robert William Service

7. Καναδός συγγραφέας (γεννημένος στην αγγλία), ο οποίος έγραψε για τη ζωή στην επικράτεια γιούκον (1874-1958)

    συνώνυμο:
  • Υπηρεσία
  • ,
  • Ρόμπερτ Γουίλιαμ Σέρβις

8. A means of serving

  • "Of no avail"
  • "There's no help for it"
    synonym:
  • avail
  • ,
  • help
  • ,
  • service

8. Ένα μέσο υπηρεσίας

  • "Χωρίς αποτέλεσμα"
  • "Δεν υπάρχει βοήθεια για αυτό"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • βοηθά
  • ,
  • υπηρεσία

9. Tableware consisting of a complete set of articles (silver or dishware) for use at table

    synonym:
  • service
  • ,
  • table service

9. Επιτραπέζια σκεύη που αποτελούνται από ένα πλήρες σύνολο άρθρων (ασήμι ή πιάτα) για χρήση στο τραπέζι

    συνώνυμο:
  • υπηρεσία
  • ,
  • επιτραπέζια υπηρεσία

10. The act of mating by male animals

  • "The bull was worth good money in servicing fees"
    synonym:
  • servicing
  • ,
  • service

10. Η πράξη του ζευγαρώματος από αρσενικά ζώα

  • "Ο ταύρος άξιζε καλά χρήματα για την εξυπηρέτηση των τελών"
    συνώνυμο:
  • συντήρηση
  • ,
  • υπηρεσία

11. (law) the acts performed by an english feudal tenant for the benefit of his lord which formed the consideration for the property granted to him

    synonym:
  • service

11. (λάβ) οι πράξεις που εκτελούνται από έναν άγγλο φεουδαρχικό ενοικιαστή προς όφελος του κυρίου του, που αποτέλεσε την εκτίμηση

    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

12. (sports) a stroke that puts the ball in play

  • "His powerful serves won the game"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • service

12. (σπορ) ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που βάζει την μπάλα στο παιχνίδι

  • "Οι ισχυροί του εξυπηρετούν κέρδισαν το παιχνίδι"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • υπηρεσία

13. The act of delivering a writ or summons upon someone

  • "He accepted service of the subpoena"
    synonym:
  • service
  • ,
  • serving
  • ,
  • service of process

13. Η πράξη της παράδοσης μιας γραφής ή κλήσης σε κάποιον

  • "Αποδέχτηκε την υπηρεσία της κλήτευσης"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία
  • ,
  • σερβίρισμα
  • ,
  • υπηρεσία της διαδικασίας

14. Periodic maintenance on a car or machine

  • "It was time for an overhaul on the tractor"
    synonym:
  • overhaul
  • ,
  • inspection and repair
  • ,
  • service

14. Περιοδική συντήρηση σε αυτοκίνητο ή μηχάνημα

  • "Ήταν η ώρα για μια αναθεώρηση του τρακτέρ"
    συνώνυμο:
  • αναμόρφωση
  • ,
  • επιθεώρηση και επισκευή
  • ,
  • υπηρεσία

15. The performance of duties by a waiter or servant

  • "That restaurant has excellent service"
    synonym:
  • service

15. Η εκτέλεση των καθηκόντων από έναν σερβιτόρο ή υπηρέτη

  • "Αυτό το εστιατόριο έχει εξαιρετική εξυπηρέτηση"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

verb

1. Be used by

  • As of a utility
  • "The sewage plant served the neighboring communities"
  • "The garage served to shelter his horses"
    synonym:
  • service
  • ,
  • serve

1. Χρησιμοποιείται από

  • Ως βοηθητικό
  • "Το εργοστάσιο αποχέτευσης εξυπηρετούσε τις γειτονικές κοινότητες"
  • "Το γκαράζ χρησίμευσε για να στεγάσει τα άλογά του"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία
  • ,
  • σερβίρω

2. Make fit for use

  • "Service my truck"
  • "The washing machine needs to be serviced"
    synonym:
  • service

2. Ταιριάζω για χρήση

  • "Συντήρησε το φορτηγό μου"
  • "Το πλυντήριο πρέπει να συντηρηθεί"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία

3. Mate with

  • "Male animals serve the females for breeding purposes"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • service

3. Συντροφεύω

  • "Τα αρσενικά ζώα εξυπηρετούν τα θηλυκά για σκοπούς αναπαραγωγής"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • υπηρεσία

Examples of using

Is there regular bus service to the town?
Υπάρχει τακτική λεωφορειακή υπηρεσία προς την πόλη?
You have rendered us invaluable service.
Μας έχετε κάνει ανεκτίμητη υπηρεσία.
I'm at your service, sir.
Είμαι στην υπηρεσία σας, κύριε.