Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "serve" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξοικονόμηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Serve

[Σερβίρω]
/sərv/

noun

1. (sports) a stroke that puts the ball in play

  • "His powerful serves won the game"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • service

1. (σπορ) ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που βάζει την μπάλα στο παιχνίδι

  • "Οι ισχυροί του εξυπηρετούν κέρδισαν το παιχνίδι"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • υπηρεσία

verb

1. Serve a purpose, role, or function

  • "The tree stump serves as a table"
  • "The female students served as a control group"
  • "This table would serve very well"
  • "His freedom served him well"
  • "The table functions as a desk"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • function

1. Εξυπηρετήστε έναν σκοπό, έναν ρόλο ή μια λειτουργία

  • "Το κούτσουρο δέντρο χρησιμεύει ως τραπέζι"
  • "Οι μαθητές υπηρέτησαν ως ομάδα ελέγχου"
  • "Αυτό το τραπέζι θα εξυπηρετούσε πολύ καλά"
  • "Η ελευθερία του τον υπηρέτησε καλά"
  • "Το τραπέζι λειτουργεί ως γραφείο"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • λειτουργία

2. Do duty or hold offices

  • Serve in a specific function
  • "He served as head of the department for three years"
  • "She served in congress for two terms"
    synonym:
  • serve

2. Να κάνει καθήκοντα ή να κατέχει γραφεία

  • Εξυπηρετήστε σε μια συγκεκριμένη λειτουργία
  • "Υπηρέτησε ως επικεφαλής του τμήματος για τρία χρόνια"
  • "Υπηρέτησε στο κογκρέσο για δύο θητείες"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω

3. Contribute or conduce to

  • "The scandal served to increase his popularity"
    synonym:
  • serve

3. Συμβάλλω ή αγωγός

  • "Το σκάνδαλο χρησίμευσε για να αυξήσει τη δημοτικότητά του"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω

4. Be used by

  • As of a utility
  • "The sewage plant served the neighboring communities"
  • "The garage served to shelter his horses"
    synonym:
  • service
  • ,
  • serve

4. Χρησιμοποιείται από

  • Ως βοηθητικό
  • "Το εργοστάσιο αποχέτευσης εξυπηρετούσε τις γειτονικές κοινότητες"
  • "Το γκαράζ χρησίμευσε για να στεγάσει τα άλογά του"
    συνώνυμο:
  • υπηρεσία
  • ,
  • σερβίρω

5. Help to some food

  • Help with food or drink
  • "I served him three times, and after that he helped himself"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • help

5. Βοήθεια σε κάποια τρόφιμα

  • Βοήθεια με φαγητό ή ποτό
  • "Τον υπηρέτησα τρεις φορές και μετά βοήθησε τον εαυτό του"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • βοηθά

6. Provide (usually but not necessarily food)

  • "We serve meals for the homeless"
  • "She dished out the soup at 8 p.m."
  • "The entertainers served up a lively show"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • serve up
  • ,
  • dish out
  • ,
  • dish up
  • ,
  • dish

6. Παρέχετε (συνήθως αλλά όχι απαραίτητα τρόφιμ)

  • "Σερβίρουμε γεύματα για τους άστεγους"
  • "Άφησε τη σούπα στις 8 μ.μ."
  • "Οι διασκεδαστές εξυπηρέτησαν μια ζωντανή παράσταση"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • πιάτο
  • ,
  • πιάνω

7. Devote (part of) one's life or efforts to, as of countries, institutions, or ideas

  • "She served the art of music"
  • "He served the church"
  • "Serve the country"
    synonym:
  • serve

7. Αφιερώστε ( μέρος της ζωής ή των προσπαθειών κάποιου να, από τις χώρες, τους θεσμούς ή τις ιδέες

  • "Υπηρέτησε την τέχνη της μουσικής"
  • "Υπηρέτησε την εκκλησία"
  • "Διατηρήστε τη χώρα"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω

8. Promote, benefit, or be useful or beneficial to

  • "Art serves commerce"
  • "Their interests are served"
  • "The lake serves recreation"
  • "The president's wisdom has served the country well"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • serve well

8. Προώθηση, όφελος, ή να είναι χρήσιμη ή επωφελής για

  • "Η τέχνη εξυπηρετεί το εμπόριο"
  • "Τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται"
  • "Η λίμνη εξυπηρετεί αναψυχή"
  • "Η σοφία του προέδρου υπηρέτησε καλά τη χώρα"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • σερβίρετε καλά

9. Spend time in prison or in a labor camp

  • "He did six years for embezzlement"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • do

9. Περάστε χρόνο στη φυλακή ή σε ένα στρατόπεδο εργασίας

  • "Έκανε έξι χρόνια για υπεξαίρεση"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • κάνω

10. Work for or be a servant to

  • "May i serve you?"
  • "She attends the old lady in the wheelchair"
  • "Can you wait on our table, please?"
  • "Is a salesperson assisting you?"
  • "The minister served the king for many years"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • attend to
  • ,
  • wait on
  • ,
  • attend
  • ,
  • assist

10. Εργαστείτε ή γίνετε υπηρέτης

  • "Μπορώ να σας εξυπηρετήσω?"
  • "Παρακολουθεί την ηλικιωμένη κυρία στην αναπηρική καρέκλα"
  • "Μπορείτε να περιμένετε στο τραπέζι μας, παρακαλώ?"
  • "Σας βοηθάει ο πωλητής?"
  • "Ο υπουργός υπηρέτησε τον βασιλιά για πολλά χρόνια"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • παρακολουθώ
  • ,
  • περιμένω
  • ,
  • βοηθώ

11. Deliver a warrant or summons to someone

  • "He was processed by the sheriff"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • process
  • ,
  • swear out

11. Παραδώστε ένταλμα ή κλήση σε κάποιον

  • "Επεξεργάστηκε από τον σερίφη"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • διαδικασία
  • ,
  • ορκίζω

12. Be sufficient

  • Be adequate, either in quality or quantity
  • "A few words would answer"
  • "This car suits my purpose well"
  • "Will $100 do?"
  • "A 'b' grade doesn't suffice to get me into medical school"
  • "Nothing else will serve"
    synonym:
  • suffice
  • ,
  • do
  • ,
  • answer
  • ,
  • serve

12. Να είσαι αρκετός

  • Να είστε επαρκείς, είτε σε ποιότητα είτε σε ποσότητα
  • "Μερικές λέξεις θα απαντούσαν"
  • "Το αυτοκίνητο αυτό ταιριάζει στον σκοπό μου καλά"
  • "Θα κάνει $100?"
  • "Ένας βαθμός δεν αρκεί για να με πάει στην ιατρική σχολή"
  • "Τίποτα άλλο δεν θα εξυπηρετήσει"
    συνώνυμο:
  • αρκεί
  • ,
  • κάνω
  • ,
  • απάντηση
  • ,
  • σερβίρω

13. Do military service

  • "She served in vietnam"
  • "My sons never served, because they are short-sighted"
    synonym:
  • serve

13. Κάντε στρατιωτική υπηρεσία

  • "Υπηρέτησε στο βιετνάμ"
  • "Οι γιοι μου δεν υπηρέτησαν ποτέ, επειδή είναι κοντόφθαλμοι"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω

14. Mate with

  • "Male animals serve the females for breeding purposes"
    synonym:
  • serve
  • ,
  • service

14. Συντροφεύω

  • "Τα αρσενικά ζώα εξυπηρετούν τα θηλυκά για σκοπούς αναπαραγωγής"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω
  • ,
  • υπηρεσία

15. Put the ball into play

  • "It was agassi's turn to serve"
    synonym:
  • serve

15. Βάλτε την μπάλα στο παιχνίδι

  • "Ήταν η σειρά του αγκάσι να υπηρετήσει"
    συνώνυμο:
  • σερβίρω

Examples of using

We want the government to serve the entire population.
Θέλουμε η κυβέρνηση να υπηρετεί ολόκληρο τον πληθυσμό.
I guess this desk will serve the purpose until we can get a new one.
Υποθέτω ότι αυτό το γραφείο θα εξυπηρετήσει το σκοπό μέχρι να μπορέσουμε να πάρουμε ένα νέο.
A few seconds ago I was in the open air and the bright daylight, and now my eyes refuse to serve me in this darkness.
Πριν από λίγα δευτερόλεπτα ήμουν στην ύπαιθρο και το φωτεινό φως της ημέρας, και τώρα τα μάτια μου αρνούνται να με υπηρετήσουν.