Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "servant" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπηρέτης" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Servant

[Υπηρέτης]
/sərvənt/

noun

1. A person working in the service of another (especially in the household)

    synonym:
  • servant
  • ,
  • retainer

1. Ένα άτομο που εργάζεται στην υπηρεσία άλλου (ειδικά στο νοικοκυριό)

    συνώνυμο:
  • υπηρέτης
  • ,
  • συγκρατών

2. In a subordinate position

  • "Theology should be the handmaiden of ethics"
  • "The state cannot be a servant of the church"
    synonym:
  • handmaid
  • ,
  • handmaiden
  • ,
  • servant

2. Σε δευτερεύουσα θέση

  • "Η θεολογία πρέπει να είναι η υπηρέτρια της ηθικής"
  • "Το κράτος δεν μπορεί να είναι υπηρέτης της εκκλησίας"
    συνώνυμο:
  • υπηρέτρια
  • ,
  • υπηρέτησ
  • ,
  • υπηρέτης

Examples of using

A prudent bird chooses its tree. A wise servant chooses his master.
Ένα συνετό πουλί επιλέγει το δέντρο του. Ένας σοφός υπηρέτης επιλέγει τον κύριό του.
Money is a good servant, but a bad master.
Τα χρήματα είναι ένας καλός υπηρέτης, αλλά ένας κακός κύριος.
A prudent bird chooses its tree. A wise servant chooses his master.
Ένα συνετό πουλί επιλέγει το δέντρο του. Ένας σοφός υπηρέτης επιλέγει τον κύριό του.