Translation meaning & definition of the word "serum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δείκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Serum
[Ορός]/sɪrəm/
noun
1. An amber, watery fluid, rich in proteins, that separates out when blood coagulates
- synonym:
- serum ,
- blood serum
1. Ένα κεχριμπαρένιο, υδαρές υγρό, πλούσιο σε πρωτεΐνες, που διαχωρίζεται όταν το αίμα πήζει
- συνώνυμο:
- ορός ,
- ορός αίματος