Translation meaning & definition of the word "series" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σειρά" στην ελληνική γλώσσα
Series
[Σειρά]noun
1. Similar things placed in order or happening one after another
- "They were investigating a series of bank robberies"
- synonym:
- series
1. Παρόμοια πράγματα τοποθετούνται στη σειρά ή συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο
- "Ερευνούσαν μια σειρά από ληστείες τραπεζών"
- συνώνυμο:
- σειρά
2. A serialized set of programs
- "A comedy series"
- "The masterworks concert series"
- synonym:
- serial ,
- series
2. Ένα σειριακό σύνολο προγραμμάτων
- "Μια κωμική σειρά"
- "Η σειρά συναυλιών του μεταπτυχιακού έργου"
- συνώνυμο:
- σειριακός ,
- σειρά
3. A periodical that appears at scheduled times
- synonym:
- series ,
- serial ,
- serial publication
3. Μια περιοδική εμφάνιση που εμφανίζεται σε προγραμματισμένες ώρες
- συνώνυμο:
- σειρά ,
- σειριακός ,
- σειριακή δημοσίευση
4. (sports) several contests played successively by the same teams
- "The visiting team swept the series"
- synonym:
- series
4. (αθλήματα) αρκετοί διαγωνισμοί έπαιξαν διαδοχικά από τις ίδιες ομάδες
- "Η ομάδα επισκεπτών σάρωσε τη σειρά"
- συνώνυμο:
- σειρά
5. (electronics) connection of components in such a manner that current flows first through one and then through the other
- "The voltage divider consisted of a series of fixed resistors"
- synonym:
- series
5. (ηλεκτρονική) σύνδεση των συστατικών με τέτοιο τρόπο ώστε το ρεύμα ρέει πρώτα μέσω του ενός και στη συνέχεια μέσω του άλλου
- "Ο διαιρέτης τάσης αποτελούνταν από μια σειρά σταθερών αντιστάσεων"
- συνώνυμο:
- σειρά
6. A group of postage stamps having a common theme or a group of coins or currency selected as a group for study or collection
- "The post office issued a series commemorating famous american entertainers"
- "His coin collection included the complete series of indian-head pennies"
- synonym:
- series
6. Μια ομάδα γραμματοσήμων που έχει ένα κοινό θέμα ή μια ομάδα νομισμάτων ή νομίσματος που επιλέγονται ως ομάδα για μελέτη ή συλλογή
- "Το ταχυδρομείο εξέδωσε μια σειρά μνημονεύοντας διάσημους αμερικανούς διασκεδαστές"
- "Η συλλογή νομισμάτων του περιελάμβανε την πλήρη σειρά των ινδικών πένες"
- συνώνυμο:
- σειρά
7. (mathematics) the sum of a finite or infinite sequence of expressions
- synonym:
- series
7. (μαθηματικά) το άθροισμα μιας πεπερασμένης ή άπειρης ακολουθίας εκφράσεων
- συνώνυμο:
- σειρά