Translation meaning & definition of the word "sergeant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχώνευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sergeant
[Λοχίας]/sɑrʤənt/
noun
1. Any of several noncommissioned officer ranks in the army or air force or marines ranking above a corporal
- synonym:
- sergeant
1. Οποιοσδήποτε από τους πολλούς μη παροπλισμένους αξιωματικούς κατατάσσεται στο στρατό ή την πολεμική αεροπορία ή τους πεζοναύτες
- συνώνυμο:
- λοχίασ
2. A lawman with the rank of sergeant
- synonym:
- police sergeant ,
- sergeant
2. Ένας νομοθέτης με το βαθμό του λοχία
- συνώνυμο:
- λοχίας της αστυνομίας ,
- λοχίασ
3. An english barrister of the highest rank
- synonym:
- serjeant-at-law ,
- serjeant ,
- sergeant-at-law ,
- sergeant
3. Ένας άγγλος δικηγόρος της υψηλότερης τάξης
- συνώνυμο:
- σερίνος ,
- λοχίας του νόμου ,
- λοχίασ
Examples of using
A captain is above a sergeant.
Ένας καπετάνιος είναι πάνω από έναν λοχία.