Translation meaning & definition of the word "sept" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τμήμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sept
[Σεπτέμβριος]/sɛpt/
noun
1. The month following august and preceding october
- synonym:
- September ,
- Sep ,
- Sept
1. Ο μήνας που ακολουθεί τον αύγουστο και πριν από τον οκτώβριο
- συνώνυμο:
- Σεπτέμβριος ,
- Σεπ
2. People descended from a common ancestor
- "His family has lived in massachusetts since the mayflower"
- synonym:
- family ,
- family line ,
- folk ,
- kinfolk ,
- kinsfolk ,
- sept ,
- phratry
2. Οι άνθρωποι κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο
- "Η οικογένειά του έχει ζήσει στη μασαχουσέτη από την εποχή των μάγιλουερ"
- συνώνυμο:
- οικογένεια ,
- οικογενειακή γραμμή ,
- λαϊκός ,
- κινολφοί ,
- συγγενείσ ,
- σεπτέμβριος ,
- φρατρία