Translation meaning & definition of the word "sentry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταδίκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sentry
[Καταφύγιο]/sɛntri/
noun
1. A person employed to keep watch for some anticipated event
- synonym:
- lookout ,
- lookout man ,
- sentinel ,
- sentry ,
- watch ,
- spotter ,
- scout ,
- picket
1. Ένα άτομο που εργάζεται για να παρακολουθήσει για κάποιο αναμενόμενο γεγονός
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- πρόσεχε τον άνθρωπο ,
- σεντινέλ ,
- απαξίωση ,
- ρολόι ,
- επιτόπιοσ ,
- ανιχνευτήσ ,
- πίκετ
Examples of using
He was a brave sentry.
Ήταν ένας γενναίος αγωνιστής.